Σημαίνει τρελός, αλλοπρόσαλλος, βαρεμένος, παράξενος.

Επίθετο με την ίδια κατάληξη για όλα τα γένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι ως επίρρημα.

- Τον είδες ρε μαλάκα τον άλλο τον λιλαλό το γείτονα σου; Πάλι στο μπαλκόνι είναι μόνο με το βρακί και σφυρίζει σ όποιον περνά!

- Τι λέει, πώς τα πας;
- Άσε Νώντα. Γράφω αύριο και διαβάζω διαβάζω κ δε θυμάμαι τίποτα.Έχω να βγάλω 240 σελίδες, λιλαλό η κατάστα φίλε.

Βλ. και ψυχολογικό (ή ψυχικό) τραλαλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστικά ελληνική σχιζοφρένεια, δηλαδή με την ευρύτερη έννοια, η τρέλα και το χάος. Καθιερώθηκε και από την ομώνυμη εκπομπή.

Ένα μποτιλιάρισμα σκέτη ελληνοφρένεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified