Το μπουκάλι, κυρίως με την έννοια της βόμβας μολότοφ. Ποδανά: καλιαμπού. Να μην συγχέεται με την ινδική θεότητα Kali.

Ασίστ: Beth.

Ήταν όλα καλά στην διαδήλωση, ώσπου κάποιοι κουκουλοφλώροι άρχισαν να πετάνε κάλια στους μπάτσους.

Η θεά Κάλι, γνωστή για το ότι μπορούσε να σερβίρει τέσσερεις φραπέδες ταυτοχρόνως. (από Khan, 19/10/09)

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified