Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...

Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.

  1. - Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
    - Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;

  2. - Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
    - Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(επίρρημα)
1. για να εκφράσει αποστροφή / απαξία μεταξύ φίλων
2. για να εκφράσει έκπληξη

  1. -Μπάρα-μπούρα μας ζάλισες με τη πάρλα σου τόση ώρα! Βάλε τάπα!
    -Ασταδιάλα ρε!

  2. -Ρε άνιωθε ο Μήτσος δεν είναι Ελλάδα τι τον παίρνεις τηλέφωνο; Την Τρίτη έρχεται από Λονδίνο...
    -Ασταδιάλα!

Βερσιόν Λεβέντη (από Khan, 12/01/12)

βλ. και άσταδγιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified