Θα πει, 'μου την δίνει' ξαφνικά κι αλλάζω στάση (συχνά έρχομαι σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση).
Αυτή η ξαφνική αλλαγή στάσης, μπορεί να συμβαίνει αυθαίρετα (σ.ς.: αντιγιαλομιά), ή μετά από βουνά αδικιών, καταπίεσης κλπ, διότι, ως γνωστόν, στην διαλεκτική η ποσοτική συσσώρευση φέρνει την ποιοτική αλλαγή.
Συνώνυμο (που όμως περικλείει πολλά νεύρα και θυμό): "τα παίρνω στο κρανίο/ γκράνουλο".

  1. Τη βαρεσε στον ενα γιο να τους γραψει ολους στα παπαρια του και να το σκασει. Πηρε πουλο ομως και επεστρεψε με την ουρα στα σκελια...ΕΔΩ
    Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που ξαφνικά κάποια άσχετα blogs τους τη βάρεσε να τον παρουσιάσουν ως μισογύνηεδώ
  2. Ωραία όλα αυτά, αλλά έχουν υπολογίσει χωρίς τους Βέλγους που τους τη βάρεσε να γίνουν ανεξάρτητοι και λένε στον Γουλιέλμο πάρε τα κουβαδάκια σου κι άμε να παίξεις αλλού, τη Βρυξέλλα μας δεν θα την πειράξεις! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified