Σπασμένη πρέζα ή σπασμένη κόκα, η νοθευμένη με διάφορες άλλες (από στρυχνίνη, καφεΐνη, κοπανισμένα χάπια... μέχρι σοβά) σκόνη.

Αντώνυμο της καθαρής.

Σπάσιμο της Χ με Ψ (η νόθευση της Χ της με Ψ).

(Σ.σ. Εκλιπόντες σλάνγκοι θα έκαναν ολόκληρη διατριβή περί νοθείας και αποτελεσμάτων κατά περίπτωση. Εγώ ως εδώ μπόρεσα...)

  1. Κατα το σπάσιμο και το άκουσμα (ναρκοπαροιμία).

  2. Σπασμένες είναι όλες (οι πρέζες), η καθαρή σε στέλνει μια κι έξω.

  3. Η σπασμένη (κόκα) με στρυχνίνη χτυπά στο στομάχι. Η καφεΐνη τσιτώνει παραπάνω κι έχει άλλη πίκρα (στο στόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified