(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)
Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.
- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι; - Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα
Got a better definition? Add it!
Published 2009-12-15 06:58:22+00:00 Last modified 2015-04-13 19:54:22+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.