Έκφραση που προειδοποιεί για φυγή έκτακτης ανάγκης, αλλαγής θέματος κλπ.

Συνοδεύεται από κίνηση «Αιμίλιος Λιάτσος» με ένα δάχτυλο στο αυτί, βλέμμα στο κενό και αγχωμένο ύφος.

  1. - Ρε Τζίμη, η κοπέλα του Φάνη δεν είναι ίδια με μια που φάσωνες πέρσι;
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι ο γερανός μου σηκώνει αυτή τη στιγμή το αμάξι. Πληρώνουμε και φεύγω.

  2. (σε πιάνει κόψιμο σε καφετέρια)
    - Πάμε να την κάνουμε;
    - Άραξε ρε ψηλέ, κάνω ένα τσιγάρο και φύγαμε!
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι έχουμε ισχυρές κατολισθήσεις στο μποξεράκι μου και εξαφανίζομαι αμέσως.

Σχετικό: κοντρόλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified