Selected tags

Further tags

εκεί που μιλάγαμε, έφυγε πατησιώτικα

Φεύγω χωρίς να χαιρετήσω, πουλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

"Να μάσω", αντί για την προστακτική "να μαζέψω".
"Μάστα", "μάστε" αντί "μάζευ' τα", "μαζέψτε", κλπ.

Ψες, μπονόρα-μπονόρα, πήα στο κάμπο να μάσω λάχανα, και σε δυο ώρες γέμισα δυό παληές ντεμέλες. εδώ

Είχα και μια γκόμενα παλιά που όταν ήθελε σεξ μου έλεγε "μάσε τα ρούχα και έλα στην κάμαρη" (εδώ)

Ναι ρε μπορεις να σκύψεις να μάσεις τα σκατα του σκυλου σου με στυλ μωρη βρωμιαρα....ουστ (εδώ)

Έχουμε και τη γιαγιά με το αλτσχάιμερ, άκουσε για πάγωμα ρευστότητας κι έχει μάσει 30 μπουκάλια νερό (εδώ)

Να τα μάσετε και να πάτε για ύπνο όλοι. Αφήστε εμένα να ξενυχτάω που θα μου
´ρθει ο λογαριασμός στο τέλος. #gelioi (εδώ)

Μάστε τα τιμόνια απ τους μπαρμπάδες

μάσε τα τσόλια..φεύγουμε. -για πού? -somewhere in California

Στο Antinews άρθρο κάπως θετικό για τον Καραμανλή: Οι ηρακλειδείς προσπαθούν να μάσουν τον τραχανά που άπλωσαν μαζί με τον αρχηγό τους (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πολλές μεγάλες κατηγορίες φευγάτων ανθρώπωνε, ας τους καταμετρήσουμε:

Δεν υπήρχε, κάποιος δεν θα’ πρεπε να το λημματοδοτήσει;

1.
Επίσης, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, όπως λέει η παροιμία, αλλά ο φευγάτος ήρωας δεν έχει γίνει ποτέ. Και την Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπως είναι σήμερα, δεν την έκαναν οι φευγάτοι. Την έκαναν αυτοί που έμειναν, αγωνίστηκαν και όταν χρειάστηκε έπεσαν.

2.
Φευγάτο ασιατικό tapas

3.
Ο Πάνος Μουζουράκης έχει χαρακτηριστεί αρκετές φορές ως «αντισυμβατικός» και «φευγάτος»

4.
Το λήμμα είναι για δύο φευγάτους του σάιτ, την Πειρατίνα και τον Τζήζαντα.

5.
Η φαντασία μου αρνιόταν ότι ήταν τέζα
φευγάτος πρόωρα απ’ την πολλή την πρέζα.

6.
Φευγάτος ο Σαλπιγγίδης. Πολύ δύσκολα θα παραμείνει και του χρόνου στον ΠΑΟΚ ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης, καθώς εκτός από τον ίδιο επιθυμεί και ο σύλλογος την αποχώρηση του.

(από Khan, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «στο καλό και να μας γράφεις»!

Α: Εγώ θα φύγω! Στο 'χα πει!
Β: Μπαμπάκια ο δρόμος σου ορέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπεκφεύγεις, την κάνεις μ' ελαφρά, εγκαταλείπεις το πλοίο, οπισθοχωρείς με δόλιο τρόπο με σκοπό να ανακτήσεις τα χαμένα ψηφαλάκια διατηρώντας όμως τους δύο εντεταλμένους υπαλλήλους σου ως υπουργούς.

Η πρόσφατη αποχώρηση του ΛΑΟΣ από την κυβέρνηση συνεργασίας δικαιολογεί νομίζω τον μακρύ ορισμό, που όμως εισάγει νέα δεδομένα στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ζωή.

Δύο συνάδελφοι στη δουλειά (πραγματικό γεγονός) :

-Μμμ, να σου πω...Μήπως μπορείς να υπογράψεις κάτι για μένα;
-Τι ακριβώς;
-Κοίτα, εγώ φεύγω γιατί με περιμένει η γυναίκα μου κανόνισε τα με τ' αφεντικό...
-Εεεε, κάτσε που πας; Μη καρατζαφεύγεις κάθε φορά που είναι να πάρεις ευθύνες στις πλάτες σου ρε λαμόγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της φράσης τον πούλο ή μπουλελέ ή πουλελέ (δηλαδή παίρνουμε τον πούλο). Η λέξη αντιστρέφεται εσκεμμένα ώστε να μην γίνει εύκολα αντιληπτή από τους παρευρισκόμενους, ιδίως όταν είναι του αντίθετου φύλου.

  1. - Πώς τα βλέπεις ρε Μήτσο; Να κάτσουμε λίγο ακόμα ή έχεις δουλειά;
    - Βασικά... λελεπού.

  2. - Ωχ, έρχεται ο διοικητής. Έχεις στρώσει το κρεβάτι;
    - Όχι, λελεπού απ' το παράθυρο.

(από HardcoreGR, 21/08/11)(από HardcoreGR, 21/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς Καλαματιανή έκφραση που δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνο «πάμε».

- Πάμετε σιγά-σιγά, ξύλιασα 'δω χάμου.
- Κάτσε λιγάκι μάνα μου, θα φύγουμε σε λίγο.

ΠΑΜΕΤΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ (από PUNKELISD, 09/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προειδοποιεί για φυγή έκτακτης ανάγκης, αλλαγής θέματος κλπ.

Συνοδεύεται από κίνηση «Αιμίλιος Λιάτσος» με ένα δάχτυλο στο αυτί, βλέμμα στο κενό και αγχωμένο ύφος.

  1. - Ρε Τζίμη, η κοπέλα του Φάνη δεν είναι ίδια με μια που φάσωνες πέρσι;
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι ο γερανός μου σηκώνει αυτή τη στιγμή το αμάξι. Πληρώνουμε και φεύγω.

  2. (σε πιάνει κόψιμο σε καφετέρια)
    - Πάμε να την κάνουμε;
    - Άραξε ρε ψηλέ, κάνω ένα τσιγάρο και φύγαμε!
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι έχουμε ισχυρές κατολισθήσεις στο μποξεράκι μου και εξαφανίζομαι αμέσως.

Σχετικό: κοντρόλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα μεταβατικό.

Παραδόξως, αν και προερχόμενο από το λατινογενές arrivare, φτάνω, στα ελληνικά έχει σλανγκιστεί ως διώχνω, εκπαραθυρώνω. Και δη βίαια, χωρίς ελπίδα επιστροφής και εξηλέωσης. Άιντε, και στα δικά μας.

Συνδέεται χαλαρά με το αυτοκτονώ κάποιον λόγω της μεταβατοποίησης (γουώου) αμετάβατου ρήματος, αλλά εδωπέρα έχουμε μια πιο ακραία αλλαγή του νοήματος. Στο αυτοκτονώ η ενέργεια παραμένει κατά βάσιν η ίδια, ενώ εδώ αντιστρέφεται, και αδυνατώ να καταλάβω πώς μπορεί να προέκυψε, εφ' όσον το ίδιο ρήμα, εξελληνισμένο, στην αμετάβατη μορφή του απαντά και με την κανονική σημασία.

Έχω την εντύπωση, ας μιλήσει και το φιλοσλάγκον κοινό, ότι παίζει ούτως καί στην αμετάβατη μορφή του, δηλαδής αριβάρω ίζολ φεύγω. Σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν το λέω μόνο εγώ δηλαδή, δίνεται μια κάποια εξήγηση.

Συνώνυμα: σουτάρω, την κάνω.

  1. - Άλλαξε πάλι προπονητή ο γαύρος;
    - Σιγά μην τον χάριζε ο σόκρατες, στο δίμηνο τον αριβάρησε...

  2. - Ωπ, άργησα! Αριβάρω παίδες και τα μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified