Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».
Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:
- Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
- Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
- Ανέμελα, ξέγνοιαστα.
Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.
- Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο. 
- Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι. 
- Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα. 

