Μπουτ σημαίνει πολύ στα καλιαρντά.

Αλλά, μπουτ σημαίνει πολύ και στα ρομανί - πιο γνωστά ως τσιγγάνικα και γύφτικα. Είναι μια από τις πολλές λέξεις που μοιράζονται οι δυο γλώσσες.

Τα καλιαρντά είναι ένα πολυσυλλεκτικό ιδίωμα. Έχουν πάρει λέξεις από τα ελληνικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα τούρκικα, τις έχουν μεταμορφώσει και έχουν παράγει μια εκφραστικότατη σύνθεση. Τολμώ, ωστόσο να πω, ότι οι λέξεις που πήραν από τα ρομανί είναι οι πιο καίριες, αυτές που δίνουν στα καλιαρντά μέγα μέρος της ιδιαιτερότητάς τους. Το λέω αυτό για δυο κυρίως λόγους:

  1. Γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά λέξεις-κλειδιά - κλειδιά και για τη σύνταξη της γλώσσας, με προφανέστερο παράδειγμα το ρήμα-πασπαρτού αβέλω, και για την σύνθεση νέων λέξεων, π.χ. το λατσός, λατσό που είναι το πρώτο συνθετικό σε πάνω από 30 λέξεις της καλιαρντής που κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο γνωστό λεξικό του.

  2. Και, γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά πολλές από τις μικρές, απλές λέξεις που είναι ο συνεκτικός ιστός κάθε γλώσσας π.χ. μολ (=νερό), μαντό (=ψωμί) αλλά και πολλές λέξεις ιδιαίτερα χρηστικές για το περιβάλλον τους, π.χ. πούλη, μουτζό, λουμπίνα, κουραβέλτα. Η ίδια η λέξη καλιαρντά, πιστεύω βάσιμα, προέρχεται από τη ρομανί λέξη kaljardo - βλ. τα παραδείγματα.

Η έκταση των επιρροών της ρομανί στα καλιαρντά επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι κοινότητες των κιναίδων και των Ρομ βρισκόταν σε στενή επαφή - και είναι λογικό ότι κάπου και θα τέμνονταν. Πέραν τούτου, προτιμώ να αποφύγω τις εικασίες για το είδος των σχέσεων που υπήρχαν - ότι και οι δυο κοινότητες ήταν περιθωριακές με κάποιο τρόπο, από μόνο του δε λέει τίποτε. Μου έχει κάνει εντύπωση, ωστόσο, ότι η σχετικά γνωστή λέξη μπαλαμό που στα ρομανί παραπέμπει στο αφεντικό, τον ξένο, τον λευκό, στα καλιαρντά σημαίνει τον μεσόκοπο παιδεραστή που πληρώνει για να γαμήσει ή να τον γαμήσουν. Ο Ισπανός ελληνιστής César Montoliu που έχει γράψει για την σχέση ανάμεσα στα καλιαρντά και την ρομανί εικάζει ότι τα καλιαρντά πρωτοεμφανίσθηκαν σε περιβάλλον χρηστών της ρομανί συνδεδεμένων με την ανδρική πορνεία.

Τις επιρροές που είχαν τα καλιαρντά από τα ρομανί ο Πετρόπουλος στην αρχή δεν τις είδε. Στην πρώτη έκδοση του λεξικού του, το 1971, τις περισσότερες λέξεις που προέρχονται από τα ρομανί ή τις ετυμολογεί λάθος ή τις χαρακτηρίζει αγνώστου ετύμου. Το πρόβλημα αυτό το παραδέχεται στα σχόλια του που περιλαμβάνονται στην επανέκδοση του 1983 - διάφοροι φιλόλογοι από το εξωτερικό του είχαν εντωμεταξύ επιστήσει την προσοχή - και για καμιά δεκαριά λέξεις αναθεωρεί την αρχική του ετυμολογία· σε άλλες, όμως, συνεχίζει να μην κάνει την συσχέτιση.

Πέραν του César Montoliu (μια περίληψη του σχετικού άρθρου του υπάρχει εδώ), την σχέση ανάμεσα στη ρομανί και τα καλιαρντά έχει επισημάνει και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Σωφρόνης Χατζησαββίδης ο οποίος λέει εδώ ότι περίπου 15% των καταγραμμένων λέξεων και φράσεων των καλιαρντών προέρχονται από τη ρομανί.


Τα Καλιαρντά (1971) του Πετρόπουλου παραμένουν η βασική πηγή προσέγγισης της γλώσσας για τους αμύητους στο ζωντανό ιδίωμα όπως εγώ. Συμβουλεύθηκα την επανέκδοση του 1983 από τις εκδόσεις Νεφέλη - περιέχει και τα καίρια συμπληρωματικά σχόλια που έγραψε ο Πετρόπουλος στο Παρίσι το 1980. Πολύ χρήσιμα είναι και τα όσα λέει ο φίλος aias.ath στο λήμμα καλιαρντά.

Η βασική πηγή που βρήκα για τα ρομανί είναι η λεξικογραφική βάση δεδομένων ROMLEX, προϊόν συνεργασίας των πανεπιστημίων του Graz και του Manchester. Περιέχει 126.000 λήμματα από 27 διαλέκτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύγκριση με τα καλιαρντά έχουν οι διάλεκτοι των Νότιων Βαλκανίων. Χρήσιμο είναι και το Λεξικό της Ρομανί γλώσσας του Ι. Αλεξίου.

Ένα ενδιαφέρον κείμενο στα ελληνικά για τη ρομανί γενικά είναι αυτό. Το σάιτ gypsytown.com είναι μια καλή εισαγωγή για την ιστορία κλπ των Ρομ από την δική τους σκοπιά.

Αντιπαραβάλλω εδώ κάποιες σημαντικές λέξεις των καλιαρντών με τις λέξεις της ρομανί απ' όπου προέρχονται. Δίνω πρώτα το λήμμα από το λεξικό του Πετρόπουλου με τον ορισμό σχεδόν αυτούσιο και με την ένδειξη (Η.Π. 1971). Μετά, όπου υπάρχουν, δίνω τα ετυμολογικά σχόλια που συμπλήρωσε ο Πετρόπουλος το 1980 με την ένδειξη (Η.Π. 1980). Τέλος, δίνω τη σχετική ρομανί λέξη με έναν συνοπτικό ορισμό.

  • αβέλω = δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω· ρήμα-κλειδί, που πάντα συσχετίζεται με τα συμφραζόμενα, και που πιθανότατα έλκει την καταγωγή του από το κοινό ρήμα θέλω. (Η.Π. 1971) < avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω
  • δικέλω = βλέπω, κοιτάζω· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ντικ· η λέξη, και τα παράγωγά της, από το τσιγκάνικο dik (=κοίτα), σύμφωνα με υπόδειξη του Steve A. Demakopoulos. (Η.Π. 1980) < dikhel = βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ
  • ηρακλιά, η = γυναίκα· από το Ηρακλής (με αρκετήν ειρωνία) αλλά και φοβία και ηράκλω, η = γυναικάρα, νταρντανογυναίκα· από το ηρακλιά (βλ. λήμμα). (Η.Π. 1971) < rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj
  • κάκνα, κακνή, η = κότα· ίσως ηχομιμητικής προελεύσεως· δεν φαίνεται να σχετίζεται με το ιταλικό cagna (=σκύλα)· πάντως, η λέξη κακνή χρησιμοποιείται στη Μυτιλήνη με την ίδια σημασία (Η.Π. 1971) < khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί
  • καλιαρντά, τα = η γλώσσα των κιναίδων, από το καλιαρντός, επίθετο = άσχημος, κακός, περίεργος· μάλλον από το γαλλικό gaillard (=εύθυμος, τολμηρός, αναιδής, παλικαράς). (Η.Π. 1971) < kaľardο, kaljardo = μαύρος, νέγρος, Αφρικανός, αμαυρωμένος, ατιμασμένος, από το kalo (=μαύρο), από όπου ίσως και η θεά Κάλι και ο Κάλιμπαν στην Τρικυμία του Σαίξπηρ
  • κατές = αντωνυμία, αυτός αγνώστου ετύμου· κατέ = αυτή, αυτό άκλιτο (Η.Π. 1971) < kate, kathe = εδώ
  • κουλό, το = σκατό· ίσως από το γνωστό κουλές (τουρκικά kule = πύργος)· ενθυμού τα ταυτόσημα πουλοπυργί της καλιαρντής και κουραδοθημωνιά των ρεμπέτηδων· δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός). (Η.Π. 1971) < khul = σκατό, κουράδα
  • κουραβέλτα, η = συνουσία· αγνώστου ετύμου και κουραβέλω = συνουσιάζομαι (ενεργητικώς), αγνώστου ετύμου (Η.Π. 1971) < σύνθετο από το θέμα kur- και το ρήμα avel, kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι
  • λατσός, επίθετο = ωραίος, καλός· μάλλον πρόκειται περί γύφτικης λέξεως. (Η.Π. 1971) λατσός· ο Gordon M. Messing (σ.σ. διαπρεπής φιλόλογος) επιβεβαιώνει την δειλή μου ετυμολογία. (Η.Π. 1980) < lačho = καλός, όμορφος
  • λουμπίνα, η = κίναιδος· δεν είναι απίθανο να κατάγεται από το κολομπίνα (καρναβάλια, γαϊτανάκι της παλιάς Αθήνας, όπου, ως γνωστόν, τον πρώτο λόγο τον είχανε οι κίναιδοι). (Η.Π. 1971) < lubni, lumni, lumli = πουτάνα, παλιογυναίκα
  • μαντό, το = ψωμί· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < manro, mandro = ψωμί
  • μολ, το = νερό, υγρό· από τα ιταλικά molle (=υγρό όπου ρίχνεις κάτι για να μαλακώσει) και mollo (=μουσκεμένος). (Η.Π. 1971) μολ· υπενθυμίζω την άποψη της Helene Ioannidi ότι είναι τσιγκάνικης αρχής, αλλά διστάζω να το αποδεχθώ· η λέξη mol στη ρουμάνικη αργκό σημαίνει κρασί. (Η.Π. 1980) < mol = κρασί
  • μουτζό, το = γυναικείον αιδοίον· μάλλον πρόκειται περί λέξεως-ύβρεως (ή εξορκισμού), προερχομένης από την γνωστή μούτζα. (Η.Π. 1971) < mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα η λέξη υπάρχει με την ίδια σημασία και στην αγγλική αργκό ως minge
  • μπαλαμό, το = μεσόκοπος παιδεραστής που αμείβει τον κίναιδο· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < balamo, balamno = αφέντης, δικαστής· σε διαλέκτους της ΠΓΔΜ και του Κοσσυφοπεδίου είναι ο Σέρβος, στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου είναι ο Έλληνας· χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τον ξένο, τον λευκό, τον μη Ρομ
  • μπαρός, επίθετο = χοντρός. (Η.Π. 1971) μπαλός/μπαρός· μάλλον από το τσιγκάνικο baro (=μεγάλος)· η λέξη μπαρός στα κουδαρίτικά σημαίνει: νοικοκύρης· βλέπε και τις ρουμάνικες αργκοτικές λέξεις baroi (=ψηλός, τσιγκάνος), baron (=πέος) και barosan (=βαρής, μεγάλος, πλούσιος). (Η.Π. 1980) < baro = μεγάλος, ψηλός αλλά και αφέντης, νοικοκύρης
  • μπουτ, επίρρημα = πολύ· αγνώστου ετύμου· πάντως στην αγγλική butt σημαίνει ακτή, τέρμα και το τουρκικό buut σημαίνει απόσταση < but = πολύ, πολλά
  • πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ· μάλλον από το τσιγκάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980) < pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.)
  • πούλη, η = πρωκτός· αγνώστου ετύμου, δίχως να αποκλείεται σχέση με το κοινό πουλί>πουλάκι (=αιδοίον). (Η.Π. 1971) πούλη· πιθανότατα από το τσιγκάνικο bul (=πίσω, πισινός, αιδοίον)• στην ρουμάνικη αργκό συναντάμε μια σειρά λέξεων που προήλθαν επίσης από το τσιγκάνικο bul και που αναφέρονται κυρίως στους παιδεραστές. (Η.Π. 1980) < bul = κώλος
  • πουρός, επίθετο = γέρος, ηλικιωμένος, παρήλιξ· μάλλον από το γνωστό πουρί. (Η.Π. 1971) πουρός· στη ρουμάνικη αργκό υπάρχουν οι λέξεις puriu (=πατέρας) και purie (=μητέρα) που αποδίδονται αντιστοίχως στα τσιγκάνικα puro/puri. (Η.Π. 1980) < phuro = γέρος, παππούς
  • ρέλο, το = πορδή, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ρέλο· μάλλον από τα ταυτόσημα τσιγκάνικα ril/rila, οπόθεν και τα ρουμανικά αργκοτικά ril (=πορδή) και rila (=πέος). (Η.Π. 1980) < ril = πορδή (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τεκνό, το = αγόρι, νεαρός, μικρό· από το κοινό τέκνο· πάντως η λέξη είναι παρμένη από το τεκνό που έχει ο κάθε γέροντας καλόγερος. (Η.Π. 1971) < tikno = μικρό, μικροκαμωμένο
  • τιραχό, το = παπούτσι· συνήθως απαντάται στον πληθυντικό· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < tirax = παπούτσι (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τζάζω = διώχνω, φεύγω, πετώ. (Η.Π. 1971) < džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω
  • τσουρνό, το = κλέψιμο· ειδικώτερον, κλοπή του πορτοφολιού παιδεραστού, κατά τη διάρκεια της συνουσίας, από το φίλο του κίναιδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) τσουρνεύω· τσιγκάνικης αρχής (tsor-). (Η.Π. 1980) < čor ( προφέρεται τσορ) = κλέφτης, ληστής
  • χάλω = τρώω, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) χαλ/χάλω· αυτές οι δυο λέξεις καθώς και τα παράγωγα, τσιγκάνικης αρχής. (Η.Π. 1980) < xal, hal = τρώω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified