βοσκαρούδι: ο μικρός βοσκός.

- [i]Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη απού γυρίζω
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και μπουχιουντίζω[/i].

βούι: το βόδι.

- Έχω 5 βούγια και αναθρέφω.

έκεια / εκειά: εκεί.

- Άμε εκειά που σου 'πα και μη χασομεράς.

καλιά: καλύτερα

μαντρατζής: αυτός που βοηθάει να μπουν τα ωζά μέσα στην μάντρα

- [i]Μου 'μπεψε με το μαντρατζή σημείωμα στα όρη
πως δεν παντρεύγεται βοσκό καλιά γεροντοκόρη[/i].

μαρόπα / μαρόπι / μαροψάρι: προβατίνα/το θηλυκό πρόβατο.

- [i]Από τα 'ζα μου ήσφαξα σαράντα μαροψάρια
και τα 'παιξα μονοβραδύς και τα' χασα στα ζάρια[/i].

μουρέλο: το μικρό ελαιόδεντρο. Όταν κάποιος είναι περπατάει αφηρημένος και κάνει κάποια χαζομάρα(πχ κουτουλήσει κάπου, μπει σε γυναικείες τουαλέτες, κτλ) μπορεί κάποιος να του πει ειρωνικά «το νου σου στα μουρέλα», που σημαίνει «πρόσεχε μην χτυπήσεις σε κανένα μουρέλο έτσι αφηρημένος που είσαι».

- Το νου σου στα μουρέλα!

παντέρμος: ο κακομοίρης / αυτός που το έχει αφήσει μόνο του (έρμο) ακόμα κι ο Θεός. Πολλές φορές αποκαλούν «παντέρμη» την τσουτσούνα τους.

- Δεν το βλέπεις πως είναι; Δώσ' του μωρέ του παντέρμου ένα κομματάκι ψωμί να φάει.

παντονιέρνω / παντονιάρω: στην πάντα, βάζω σε δεύτερη μοίρα (προφέρεται και ως μπαντονιέρνω).

- [i]Τη βέργα μου επαντόνιαρα και μπλιο δεν βάνω βούργια
γιατί 'πες πως δεν θες βοσκό αγάπη μου καινούρια[/i].

πορίζω: βγαίνω.

- Πόρισε στο παράθυρο να σε δω λιγάκι.

στειρωγήτσικο: το στείρο κατσίκι.

- [i]Επλέρωσα ο δυστυχής τσ' αγάπης τα σπασμένα
κι όλα τα στειρωγήτσικα τα πούλησα για σένα[/i].

ωζό: το ζώο.

- Κοίτα ρε μαλάκα μπροστά σου και μην πηγαίνεις σαν το ωζό.

ωψές: χθες.

- Ωψές επήγες να μαζέψεις τσ' ελιές γη με ξέχασες;

Στο κείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αλάλητο: Το κουράδι, το κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκός.

- Καλά ε ... ό,τι νά 'ναι .. κοίτα πώς πάνε! - Έλα ρε το κοπάδι είναι αλάλητο!

αλιτριβιδιάρης: εργάτης σε ελαιοτριβείο

βαροκαμπανεί: μικρό μέγεθος, μεγάλο βάρος.

- Είναι καλά τουτανέ τα κάστανα,και βαροκαμπανούνε.

καβούσι: στέρνα, γουρνίτσα στη γη

καργάτζουλας: Το ζωύφιο που όταν δαγκώσει μπορεί να επιφέρει και θάνατο. Ο σκορπιός.

- Για να δούμε ήντα θα κάμει αυτός ο καργάτζουλας φέτος, θα τις μαζέψει τις ελιές... (ο σιμισιακός).

Κορδοκώλι Το παντελόνι

- Έβρηκα ένα μαγαζί με απίστευτα κορδοκώλια, τεφαρίκι.

Κουβαλές: Ο μεταφορέας.

Πές στον κουβαλέ να μας κουβαλήσει τουτανε τα δοχεία λάδι στο πρακτορείο.

κουρκούτσα: χελώνα

κτηματσέρο: το γαϊδούρι (Χανιά Κρήτης).

- Που πήγε πάλι αυτό το γαϊδούρι...αμ γιαυτο λένε κάλιο γαιδουρόδενε παρά Κτηματσεγύρευε.

λούπης: αρπακτικό όρνιο

μαλιτζέβελη: ε ευέλικτη, ευκολομεταχείριστη.

- Έτσι που είναι μικροκαμωμένη η Ντέπη... ειναι μαλιτζέβελη στο σέξ.. ρε φίλε ναούμε, τη γυρνάς απο δω, τη πετάς πάνω, τη βάζεις κάτω, οτι θέλεις την κάνεις.. χωρίς δυσκολία.
- Σώπα ρε.. α η Mπέτη!!! πούναι χρόνια στο κουρμπέτι... αχαχαχα

ματσιπέτι: το πέτρινο διάζωμα ταράτσας.

- Εκειά στό Ματσιπέτι να το θέσεις να το βλέπει ο ήλιος.

μισμιτζής: ο μίζερος, ιδιότροπος,ο επιλεκτικός ειδικά στο φαγητό (Χανιά Κρήτης).

- Ηντα νε τουτανά μωρέ Μισμιτζή...ουτε το κουνέλι στιφάδο δε σαρέσει;
Ε φάε τότε χοχλιούς μπουμπουριστούς...α στο καλό.

μουρμού: κράτα το στόμα κλειστό, τουμπεκί, μην μαρτυράς, μην με προδίδεις.

- Εκεί που θα πάμε τώρα, θα πω μερικά ψώματα... Εσύ μουρμού.

μπιλούρι: είσαι ολοκάθαρος, αστραφτερός.

- Έγινες μπιλούρι.

μπλαστρακίδα:το ένα κολλημένο στο άλλο

νταμπής: σερβιτόρος

όθεν εκειά: Προς τα εκεί, σε εκείνο το μέρος.

- Ούλο το απόγευμα η θυγατέρα του στη καφετέρια ήντονε. Μάνισε ο κύρης της και της λεει: Μην ξαναπάς όθεν εκειά κακομοίρα μου, γιατί θα χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

πιλατεύω: βασανίζω, ενοχλώ

πρεδευτάρης: ο κλεφταράκος, συνήθως ζώον και όχι άνθρωπος.

- Ο Σταχτούλης, είναι καλό και ήμερο γατί, αλλά είναι πρεδευτάρης.

ρούκουνας: Η γωνία.
Θα πας εκεία, μετά το ρούκουνα θα βρεις το μαχαλά του καλατζή, πήγαινε του τούτονα να το γανώση.

σάντολο: το βαπτιστήρι,ο βαπτισιμιός (Ηράκλειο Κρήτης).

Χαρώτο, το σάντολο μου, αντράκι έγινες.

σκλώπα: κουκουβάγια

τσιφίδια: μεγάλα καλάθια με ψάθα

φαμέγιος: υπηρέτης

χαλιμανταριό: πουταναριό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified