Μπιθάγκουρας: Κολοκοτρώνης ή Κωλοκοτρώνης. Το αρβανίτικο παρατσούκλι των Κολοκοτρωναίων προτού μεταφραστεί στα Ελληνικά.

μπίθα = κώλος, γκούρα = πέτρα

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δανδράκη, Εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα 1954

το γένος του μπιθάγκουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προφητεύει τι θα φορεθεί και θα είναι της μόδας στην επόμενη σεζόν. Και αυτός που δείχνεται και μοστράρει τον εαυτό του υπερβολικά.

- Κοίτα τι κιτσαριό φοράει ο Λάκης!
- Μην τον υποτιμάς! Είναι μεγάλος μοστράδαμος, στοίχημα ότι σε έξι μήνες θα θεωρείται πολύ σικ;

Χίπστερ μοστράδαμος (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified