Κατάρα, να μη χρονίσεις, να σε πιάσει πούντα και να πεθάνεις.

αντίθ: σπολάτη

Από Ανδρίτσαινα μεριά, δεν ξέρω γι' αλλού.

Που να μείνεις αχρόνιαγος και ξεπουντουλωμένος, παναθεμά σε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.

  1. - Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.

  2. - Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified