Εναλλακτική απόδοση του εορταστικού «χρονιάρες μέρες».
Η πατρότητα της χαριτωμενιάς αποδίδεται στον Τζιπάκο.
- Βρωμιάρες μέρες. Ιερές μέρες, δώρα, χαρά, λαμπάκια, στολίδα. Αν ο Ιησούς γεννήθηκε και δίδαξε μάλλον θα έσπαγε όλα τα λαμπιόνια και ίσως τις βιτρίνες και μάλλον θα έκαιγε και το δέντρο στο Σύνταγμα…
(εδώ)- Έσκασα μύτη στη μονάδα τέτοιες βρωμιάρες μέρες καλή ώρα χριστούγεννα του 98.
- Πώς πάνε ρε παιδία οι επηρεσίες;
- Μια χαρα νέο, 19 άτομα για 21 υπηρεσίες.
«Καλά γ@μίσια» σκέφτηκα και η μητέρα πατρίδα προσωποποιημένη σε Όργανα υπηρεσίας, Επιλοχίες φρόντισε να πραγματοποιήσει κάθε μαζοχιστική μου φαντασίωση...
(εδώ)- ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΒΡΩΜΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ...
(εδώ)