Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Μοναχικός οδηγός street μηχανής, συνήθως ευτραφής, με άσπρη κάλτσα, βλαχολαϊκής εμφάνισης, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξαντλήσει τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας του. Όρος που προέρχεται από τις ταινίες του Στάθη Ψάλτη της δεκαετίας του '80.
- Αμάν, μας πήρε τα αυτιά αυτός με την χαγιαμπούσα!
- Ε, τι περιμένεις; Δεν τον βλέπεις τι Στάθης είναι;
Got a better definition? Add it!