Τα αυτιά στα καλιαρντά. (Ουδέτερο, πληθυντικός).
Ἀβέλει σόγι-κουραβελτέ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο
  τοῦ κατέ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
  - Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασε ἡ πούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
  Καὶ κοντραστάρει ὁ
  σπαριλόμπεης:
  - Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ! (Παράδειγμα Αἴαντος).