Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.
- - Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία; 
 - Μουνιά θα έχει;
 - Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.
- Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα. 
- Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο. 
- - Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια. 
 - Σεξαιρετικά, νέε μου!
- - Πού θα πάτε φέτος; 
 - Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.