Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.

  1. - Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία;
    - Μουνιά θα έχει;
    - Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.

  2. Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα.

  3. Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο.

  4. - Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια.
    - Σεξαιρετικά, νέε μου!

  5. - Πού θα πάτε φέτος;
    - Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, αυτός που έχει μισό κούτελο, δηλαδή σαν να λέμε ότι έχει μισό κεφάλι ή μισό μυαλό. Αυτός που τα έχει λίγο χαμένα γενικότερα.

  1. Καλά ο Λιάγκας μας τα 'χει κάνει μπαλόνια ότι κάνει δίαιτα, αλλά όπου βρει σοκολατάκι σε πρωινάδικο το τσακίζει ο μισοκούτελος!

  2. - Παντρεύεται το Λενιώ τον Σεπτέμβριο; Και ποιος είναι ο τυχερός;
    - Ένα καλό παιδί από ό,τι λένε, αλλά φαίνεται κάπως μισοκούτελος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified