Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε χωριά της Εύβοιας (στην περιοχή γύρω από την Κύμη μέχρι το Αλιβέρι) και σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση:
- τρομαγμένος, ξαφνιασμένος
- ατσούμπαλος, που κινείται νευρικά και σπασμωδικά
- Γύρισε χθες αργά στο σπίτι ο Γιάννης φταρωμένος, λες και είδε φάντασμα.
- Πρόσεχε ρε φταρωμένε, θα σπάσεις όλα τα ποτήρια!
Απαντάται και το ρήμα φταρώνομαι, κυρίως στον αόριστο στα 3 πρόσωπα του ενικού:
Ρε μαλάκα πως μπαίνεις έτσι απότομα, φταρώθηκα!