Ο enhanced γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ. (Δες).

Από όταν έμεινε μπάκουρος, αποφάσισε να γίνει βελτιωμένος για να ρίξει κάνα γκομενάκι. Τελικά, δεν του σηκώνεται από τα αναβολικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ. (Δες).

Ήρθε ξεφλουδισμένος στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ που αποτελεί ενισχυμένη εκδοχή τούμπανου.

Έσκασε μύτη με δυο ενισχυμένους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος, ο μπόντι-μπίλντερ, αυτός που έχει σφιχτό σώμα.

Άρχισε το γυμναστήριο έγκαιρα και βγήκε δεμένος στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος σωματαράς που είναι σαν να έχει συμπληρωθεί το σώμα του, ενίοτε και με συμπληρώματα διατροφής.

Κυκλοφορούσε με έναν συμπληρωμένο στο νησί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που το σώμα του είναι σαν σμιλεμένο από γλύπτη.

Πού να ανταγωνιστείς εσύ τώρα τον σμιλεμένο στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπόντι-μπίλντερ που έχει χτίσει το σώμα του.

Κυκλοφορεί πάντα μαζί με δυο χτισμένους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος.

Στις Τζιτζιφιές, σ’ έναν παράλληλο δρομίσκο της Θησέως λίγο πριν φθάσουμε στη θάλασσα, έχει αράξει ο Πατούχας. Όχι αυτός του Κονδυλάκη, αλλά ο Μανόλης ο Πατούχας. Ασπρομάλλης, μουστακαλής, κρεατωμένος, θυμόσοφος, χωρατατζής, μαντιναδολόγος. Αλλά και πτυχιούχος του Μετσόβιου, κορυφαίος γνώστης του κρέατος και της τσικουδιάς, του κόκκινου κρασιού και του άγριου χόρτου. Κουβαρντάς, γλεντζές, δοτικός, αρχοντικός, στέρεος κρητικός. Κυβερνά το βασίλειο του τριγυρισμένος από γυναίκα, κόρες, γαμπρούς, εγγόνια και για προσωπικό μια ντουζίνα παλικάρια απ’ το νησί. Ο Μανόλης, όπως περνά ανάμεσα στα τραπέζια, μοιάζει να γνωρίζει προσωπικά όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες που διαβαίνουν στα σύνορα του. (Δημήτρης Καμπουράκης εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του λόγω εξάντλησης.

Τον βαθουλοκαρυκιασμένο πήγε και παντρεύτηκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μιλημένος, αυτός που είναι στο κόλπο.

Υπάρχει ένας διαβασμένος στην ομάδα τους.

Got a better definition? Add it!

Published