SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: κατάληξη -αρας
  • γυμναστήρια
  • περιγραφικά σώματος
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • εμφάνιση
  • μεγεθυντικό
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: επιδοκιμασία
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

σωματαράς

Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: κατάληξη -αρας
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • γυμναστήρια
  • εμφάνιση
  • μεγεθυντικό
  • περιγραφικά σώματος
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: επιδοκιμασία
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2024-09-18 13:31:25+00:00

Khan

Khan

  • 2289
  • 7234
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.