Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified