Μεταφορικά, η αλληλουχία τυχαίων και ασύνδετων μεταξύ τους περιστατικών που οδηγούν αθροιστικά σε ένα απρόσμενο τελικό αποτέλεσμα. Αντί των περιστατικών μπορεί να εννοούνται μη σχεδιασμένες αλληλεπιδράσεις των ιδιοτήτων και των κονέ των εμπλεκόμενων ανθρώπων.

Συνεκδοχικά, ως κόντρα-καραμπόλα μπορούμε να αποκαλέσουμε το αποτέλεσμα όλου αυτού του ντόμινο.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις έλκουν την προέλευσή τους από το χώρο του μπιλιάρδου. Κόντρα σημαίνει, κάπως απλουστευτικά, σύγκρουση μιας μπάλας (ή μπίλιας) με κάποια άλλη, ενώ καραμπόλα είναι το να καταφέρεις, στο γαλλικό μπιλιάρδο, να χτυπήσεις με την μία μπάλα τις άλλες δύο (από τις τρεις που χρησιμοποιούνται συνολικά) με τη σωστή σειρά, κάτι που σου δίνει πόντο.

- Τά 'μαθες; Έφυγε νύχτα κυριολεκτικά ο πουλ μουρ από το ρετιρέ. Τέσσερα νοίκια του σπιτονοικοκύρη, χασάπηδες, μανάβηδες, προποτζήδες, πουτάνες της γειτονιάς, όλοι φεσωμένοι.
- Α πα πα κωλοφαρδία που την έχω! Εγώ το ψυγείο το πληρώθηκα χθες!
- Πώς αυτό;
- Κόντρα-καραμπόλα φάση, πήγα κέντρο για δουλειές αλλά στο δρόμο με πήραν απ' το γραφείο να τους πάω κάτι λίρες συνάλλαγμα για το γιο του συνεταίρου. Μπήκα στην πρώτη τράπεζα που βρήκα και να τος ο λεγάμενος στο ταμείο, να εισπράττει κάνα-δυο τουβλάκια μαλλί. Εννοείται τον άρπαξα απ' τα πέτα το λαμόγιο.
- Μπράβο ρε φίλε, εσύ καθάρισες, ούτε στον παπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified