Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-αυτοκόλλητο σε κωλοπειραγμένα αμάξια τύπου Honda Civic Vti, Skoda Octavia 1000hp, Toyota Corolla κλπ που οδηγούν νεαροί κάγκουροι και καυλοτίμονοι.

Αποτρέπει τους συνοδηγούς από το να στήσουν το αμάξι τους με το συγκεκριμένο γιατί και καλά θα φάνε σκόνη.

(Σε φανάρι της παραλιακής)
- Στήσιμο;
- Άσετο...
(Ακολουθεί σπινιά για να πάρει μάτι ο θρασύς το αυτοκόλλητο και να κάνει τουμπέκα)

Όχι τέτοια αυτοκόλλητα πάντως (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified