Το υποδεκανόσημο, τιμητικός βαθμός σε κάποιο στρατιώτη. Θεωρείται ότι το πήρε με βύσμα, επειδή ήταν ρουφιάνος / τσάτσος κάποιου αξιωματικού.
- Είδες ο Α$@#$ου; Πήρε το τσατσόσημο και νομίζει ότι έγινε στρατηγός!
- Ναι τον ρουφιάνο!
Το υποδεκανόσημο, τιμητικός βαθμός σε κάποιο στρατιώτη. Θεωρείται ότι το πήρε με βύσμα, επειδή ήταν ρουφιάνος / τσάτσος κάποιου αξιωματικού.
- Είδες ο Α$@#$ου; Πήρε το τσατσόσημο και νομίζει ότι έγινε στρατηγός!
- Ναι τον ρουφιάνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσατσόχαρτο: Εξοδόχαρτο στο Ναυτικό.
(Ναυτονόμος πύλης):
-Για να βλέπω τσατσόχαρτα...
(Στραβόγιαννος):
-Τί 'ναι αυτό;
-Μάγκες, χωρίς τσατσόχαρτο βγαίνουν μόνο αυτοί απ' τα πλοία, με εντολή κυβερνήτη. Εσείς είστε από ΔΝΟ. Πίσω ολοταχώς!
-Φτου! Και κάναμε τόσο δρόμο...
Got a better definition? Add it!
Τσατσοπαγίδα: Η φαινομενικά βυσματική θέση, που εποφθαλμιούν όλοι, αλλά τελικά αν δεν έχεις inside information από κανά πιλάφι, για το τί παίζει, τρως τρελό μπαλάκι (χώρια που υποχρεώνεσαι κιόλας και δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα πλέον διότι χρησιμοποίησες τη βοήθεια του κοινού).
Got a better definition? Add it!
Τα διακριτικά βαθμού όλων των υπαξιωματικών του στρατού (υποδεκανείς, δεκανείς, λοχίες κλπ.) για να υποδηλώσουν υποτιμητικά ότι κέρδισαν το βαθμό ρουφιανεύοντας και γλείφοντας ή ότι αυτό πρόκειται να κάνουν από εδώ και στο εξής.
- Εγώ είμαι υπαξιωματικός ρε! Έγινα δεκανέας στο 508.
- Σιγά το τσατσόσημο! Φαντάζομαι πώς το πήρες μπαζοδέκανο!
Got a better definition? Add it!
Τσατσόπλοιο: (άλλως: προέκταση του ντόκου) βυσματικό πλοίο, που δεν πάει ποτέ πουθενά και το πλήρωμα είναι συνεχώς έξω με άδεια (μιλάμε για τρανταχτά βύσματα, απ' αυτά που δεν χρειάζεται να έχουν γνωστό, είναι οι ίδιοι γνωστοί).
Ρε συ, έμαθες τί έγινε ο γιός του τάδε ; Πήγε σε τσατσόπλοιο και το απολυτήριο θα του το στείλουν ταχυδρομικώς στο σπίτι.
Got a better definition? Add it!