Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):

(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...

(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).

  1. - Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
    - Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...

  2. - Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη σύνθεση των αγγλικών λέξων too much, δηλαδή πάρα πολύ. Δηλώνει το υπερβολικό, την πάνω από τα όρια κατάσταση.

Χρησιμοποιείται πολύ από τους Έλληνες του εξωτερικού, από τους οποίους και προέρχεται.

- Πιστεύεις ότι είναι καλή ιδέα να της ζητήσω να πάμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι;
- Ε ναι ρε μαν, κάτσε λίγο, τουματσιά εντελώς! Ούτε 3 βδομάδες δε γνωρίζεστε καλά καλά!

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας

  1. - Πάμε για μπάσκετ;
    - Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»

  3. - Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
    - Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!

Ο σερ Μπιθικώτσης, ο αριστοκράτης μάγκας! (από Cunning Linguist, 26/02/09)(από Cunning Linguist, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified