Ουσιαστικό, θηλυκό.
1) Οφθαλμός (μάτι) και απάτη. Ορισμένες εικόνες έχουν το xρώμα και σxήμα, το οποίο κοροϊδεύει τον εγκέφαλο και τον κάνει να νομίζει οτι η εικόνα κουνιέται ή αλλάζει σxήμα.
2) Όταν μια γυναίκα είναι πολύ όμορφη, τόσο που ένα αγόρι δεν το πιστεύει.
1) Πω ρε φίλε! Αυτή η εικόνα κουνιέται ή είναι η ιδέα μου;
2) Κοίτα αυτό το γκομενάκι! Είναι οφθαλμαπάτη!