Όρος της ραπ, από το αγγλικό diss εκ του disrespect, σημαίνει την επιδεικτική επίδειξη ασέβειας (συχνά προς ομότεχνο ράπερ/ τράπερ στο πλαίσιο μπιφ).

Καιρό είχαμε να ασχοληθούμε με κάποιο beef στα της τραπ σκηνής και μας είχε πιάσει μια αγωνία μήπως ξαφνικά έγιναν όλα αγγελικά πλασμένα. Τελικά, τίποτα το αγγελικά πλασμένο δεν υπάρχει, πολλώ δε στην τραπ, όπου μετά την κόντρα του Light με τον Snik, έχουμε μια νέα κόντρα που ξεκίνησε μόνος του ο Light. Ο Sin Boy απάντησε και αφήνει αιχμές για την πορεία του Nerogreco προς την κορυφή.[...] Για το φινάλε, είχε ένα ακόμα πιο επιθετικό στόρι: «Καλά, ο τύπος με ντισάρει στα κομμάτια του και με λέει που…α στα lives του όταν δεν ασχολούμαι μαζί του. Κι όταν βάζω το focus πάνω του κι έρχεται η ώρα να τεσταριστεί γι΄αυτά που είπε, κάνει ότι δε με ξέρει. Είσαι μεγάλη λ…κρα παλιοσκουπίδι». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ της αγγλικής λέξης negging εκ του negative. Σημαίνει το να χειραγωγώ συναισθηματικά μέσω του να κάνω αρνητικά και υπονομευτικά σχόλια συνεχώς, στο οποίο κολλάνε άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους.

Τα ρεντ φλαγκς υπήρχαν από την αρχή της σχέσης, ειδικά το πώς σε νέγκαρε, αλλά εσύ δεν τα έβλεπες, γιατί τότε δεν ήσουν ώριμος.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Έφαγα μπαν γιατι απο μαλακιες στα νιατα μου τελειωσα τη σχολη σε μεγαλη ηλικια (μολις 42) και μετα απλα ηθελα να συνεχίσω να σκατοποστάρω. (Εδώ).
  2. Σκατοποστάρω, αλλά με βίγκαν περιεχόμενο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη αυτή προκύπτει από το αγγλικό ρήμα binge + την πρόθεση -άρω στο τέλος. Άρα bingeάρω = μπιντζάρω. Το binge στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι έκανε κραιπάλη, συνήθως καταναλώνοντας πάρα πολύ ποτό ή φαΐ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει κάποιος ότι είδε πάρα πολλά επεισόδια μιας σειράς το ένα μετά το άλλο (binge-watching). Υπάρχει και το binge-eating disorder, που σημαίνει διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Γενικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώθεί μια υπερβολή.

Γαμάτη σειρά το Bojack Horseman, μπίντζαρα τις πρώτες δύο σεζόν χτες.

Got a better definition? Add it!

Published