Αλλιώς μόκο, τσιμουδιά, (κάνε) τουμπεκί, σκάσε. Το μουρμού έρχεται και ως αντίθετο της μουρμούρας, της αντιμιλιάς, της κακομοιριάς, της μανιαμουνιάς. Απ' την αργκό του γέρο-Γιώργακα.
  - Είντα γίνεσαι, δαφνί;
  - Καλά, γέρο, εσύ πως...
  - Δαφνί, εσύ μουρμού!Που να με πεις θέλει γέρο!