Αυτό που είναι πολύ καύλα, καυλέ.
Το μωρό φορούσε μια άσπρη μπότα καυλέξ μέχρι πάνω από το γόνατο και κουνιότανε.
Got a better definition? Add it!
Published 2013-10-28 17:26:43+00:00 Last modified 2015-05-13 09:58:06+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.