Νεαρή μουνίτσα που βγάζει μια κομμουνίλα λόγω ιδεολογικών απόψεων και που ό,τι λέει σου έρχεται να της πεις «άσε μας κομμουνίτσα μου».

Άσε μας κομμουνίτσα μου που θα 'ρθω να σε βρω στην ΕΡΤ. Εγώ για καφέ στο Κολωνάκι θέλω να πάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, στα ελληνοαγγλικά.

Αυτός ο καραγκιοζοπλέιερ τι βγαίνει και μιλάει συνέχεια; Αφού αυτός φταίει που ήρθαμε εδώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροτεχνήματα κρότου, «δυναμιτάκια», που ήταν πολύ της μόδας παλιότερα, και ξεκαύλώναν με αυτά οι πιτσιρικάδες.

- Τι έγινε ρε παιδιά; Ήρθε το Πάσχα;
- Κανά καλόπαιδο θα είναι που ρίχνει μπαμ-μπαμ. Κοιμήσου πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνηθίσει να κατεβάζει μεγάλες ποσότητες μπύρας και δεν τον πιάνει τίποτα.

- Τον βλέπω, έχει αρχίσει να θολώνει το ματάκι του, μετά από το πέμπτο ποτήρι.
- Μπα δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι πολύ έμπυρος για να πάθει κάτι τέτοιο.

(από Khan, 02/04/14)

Δες και εμπυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου αρέσει κάτι τόσο πολύ που είναι σαν να έρχομαι σε οργασμό.

- Το είδες το καινούργιο μοντέλο της Μπουγκάτι; - Τελειώνω ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άριστα δέκα με τόνο! Το λέμε για τις θεάρες γυναίκες εμφανισιακά και για τα ομορφόπαιδα.

- Ώπα, ώπα, πιάσε αυτή που περνάει από τα αριστερά σου!
- Δέκα καθαρόαιμο ρε φίλε!

βλ. και δεκάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή όταν κάποιος είναι αούγκανος και δεν συναισθάνεται, δεν πιάνει τα λεπτά συναισθήματα. Γενικά δεν πιάνει τίποτα, δεν καταλαβαίνει τον Χριστό του.

  1. Νιώσε ρε, την φίλη της την έχει φέρει για να γίνει κατάσταση!

  2. Νιώσε ρε, το έχεις πληγώσει το κορίτσι με τη συμπεριφορά σου, και λέει ότι θέλει χρόνο για να βρει τον εαυτό της.

βλ. και νιώθω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή για να έχει κάποιος γερό κεφάλι.

Το εύχονται σε εργαζόμενους που κάνουν δουλειά με το μυαλό τους, σε άτομα που έχουν αναρρώσει από παθήσεις σχετικές με το κεφάλι, αλλά και σε άτομα που χρειάζονται καλό μυαλό σε κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους.

Το λένε όμως και όχι ως ευχή, για κάποιον που είναι ήδη σιδεροκέφαλος, δηλαδή πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. Στο ποδόσφαιρο και για παίκτες που αντέχουν τις άγριες κεφαλιές, κυρίως τερματοφύλακες.

  1. Του λέγανε όλοι «σιδεροκέφαλος» του υπουργού κι αντί να πάει καλύτερα στην υγεία του τον μάτιαξαν!

  2. Άντε Γιάννη σιδεροκέφαλος! Ελπίζω τώρα που παντρεύτηκες να ξεχάσεις τις γυναίκες στο γραφείο.

  3. Με τέτοιο σιδεροκέφαλο τερματοφύλακα πώς να μη νικήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified