Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.
Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.
Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).
- (Από τις ειδήσεις)
Παντρεμένος συνελήφθη σε παράνομη μπαρμπουτιέρα μαζί με τον γκέι δεσμό του.
(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).
Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.
Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.