Στα καλιαρντά είναι, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), "το άβγαλτο αγοράκι, που το γυροφέρνει ο κολομπαράς". Ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί ως εξής: "Μάλλον προέρχεται από το κοινό κεκ (αγγλικά cake), γιατί το βλέπει σαν γλύκισμα". Αν δεν βρεθεί κάποια πιο ψαγμένη ετυμολογία, θα πρέπει, υποθέτω, να συμβιβαστούμε με αυτήν την ερμηνεία ότι πρόκειται για γουτσισμό εκ των αγγλικών, ένα γκέι αντίστοιχο του παστάκι ένα πράμα.

Εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ ένα κεκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified