after + ελληνική κατάληξη επιρρήματος. Πιο μετά, υστερότερα.
Άσ' το αυτό τώρα! Θα το κάνουμε αφτερότερα που θα είναι πιο ήσυχα.
after + ελληνική κατάληξη επιρρήματος. Πιο μετά, υστερότερα.
Άσ' το αυτό τώρα! Θα το κάνουμε αφτερότερα που θα είναι πιο ήσυχα.
Got a better definition? Add it!
Αγγλιστί: half past late.
Τουρίστας:
- When will our flight leave?
- Half past late...
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.
- Λοιπόν τι ώρα δείχνει τον αγώνα αύριο;
- Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κατά τις αργάμιση πάντως, και θα τον χάσω γιατί μεθαύριο πρέπει να ξυπνήσω πολύ νωρίς να μαζέψω χόρτα.
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!