Ο βαρεμένος, ο αργός. Αυτος που βαριέται τη ζωη του και κινείται πιο αργα και απο βραδύποδα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οχι μονο για πρόσωπο αλλα και για πράγμα
κοιτα τον πως περπατάει ειναι αργοπάπαρος αυτή η μπαλάντα ειναι αργοπάπαρη κοβω φλεβα
Ο βαρεμένος, ο αργός. Αυτος που βαριέται τη ζωη του και κινείται πιο αργα και απο βραδύποδα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οχι μονο για πρόσωπο αλλα και για πράγμα
κοιτα τον πως περπατάει ειναι αργοπάπαρος αυτή η μπαλάντα ειναι αργοπάπαρη κοβω φλεβα
Got a better definition? Add it!
Published
φάε μέλι να δεις καλο
Η κατανάλωση υποκαταστατου ζαχαρης με στοχο την αυξηση του σακχάρου στο αιμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Σχήμα λόγου που μας δείχνει την πολύ περασμένη ώρα η αργοπορία ενός ατόμου.
Γάμησε τα πάλι..Εκατό η ώρα γύρίσαμε σπίτια μας χθές...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα τσιμεντένια καράβια είναι πλοία που κατασκευάζονται από ενισχυμένο σκυρόδεμα αντί για σίδηρο ή ξύλο. Η κατασκευή τσιμεντόπλοιων είναι σχετικά γρήγορη και φθηνή, καθώς απαιτεί απλούς μπετατζήδες και ουχί ναυπηγούς.
Η ανάγκη κατασκευής τέτοιου είδους πλοίων προέκυψε όταν λόγω των Παγκοσμίων πολέμων και της βιομηχανικής επανάστασης πριν απ’αυτούς παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη σιδήρου σε όλη την ταχύτατα βιομηχανικά εξελισσόμενη Ευρώπη (...) στην Ελλάδα ειδικότερα οι Γερμανοί τα χρησιμοποιούσαν για τον ανεφοδιασμό των κατεχόμενων νησιών καθώς και την αποστολή εφοδίων στα Afrika Corps. Τα τσιμεντόπλοια καθελκύονταν στην «Γερμανική σκάλα» στον Πειραιά κι όπως έχει αναφερθεί οι Γερμανοί δεν ήσαν και τόσο ικανοί στην κατασκευή τους (ή μήπως οι συμπατριώτες μας που εργάζονταν σ’αυτά εκτελούσαν σαμποτάζ εκ κατασκευής) με αποτέλεσμα περισότερα από τα μισά να βουλιάξουν στο Αιγαίο.
Τα πλοία αυτά βαριά και δυσκίνητα αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη ειδικότερα όταν αυτά βρίσκονταν ελλιμενισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γνωστός σε όλους μας ΚΕΦΑΛΟΣ που βομβαρδίστηκε από αεροσκάφη στο Παλιό Λιμάνι Σπετσών. Το τσιμεντόπλοιο παρέμενε μισοβυθισμένο όντας μη αξιόπλοο μέχρι που στα τέλη της 10ετίας του 1950 απετέλεσε τον ανατολικό κυματοθραύστη του λιμένα Ντάπιας Σπετσών... Πηγή
Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στην διακωμώδηση αργών και δυσκίνητων ανθρώπωνε τ. τα ζώα μου αργά. Αυτοί δηλαδής που καίνε μαζούτ à la τραμπάκουλο ή θωρηκτό Ποτέμκιν, οι κουραδάδες, οι τόσο αργοί που και με τον εαυτό τους να τρέχανε θα έβγαιναν δεύτεροι.
Ρε συ αυτός με το 10 είναι πιο αργός κι απ' τα ριπλέι!
- Πάει σαν τσιμεντένιο καράβι...
Άκουσα την εκφραση από 90-φεύγα μονόφθαλμο πρώην ναυτικό με ξύλινο ποδάρι, παίζει να χρονολογείται από τα σαράνταζ.
Βλ. επίσης: καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τη σωστή φωνητικώς ορθογραφία της λέξης, που σημαίνει πως βιάζομαι μεν, αλλά απο τον χρόνο δε, σε αντίθεση με την λέξη βιάζομαι, που αναφέρεται στον σεξουαλικό βιασμό.
-Θα πάω για ψώνια.
-Κοίτα να βιαστείς όμως, ε;
-Εεε;
-Εννοούσα, να μην βγιαστείς.
-Ααα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπερβολική αργοπορία, αφού ως γνωστόν οι τριλογίες χρειάζονται χρόνο για να γραφούν (ΟΚ, εξαιρείται το «του άη λάιτ»). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν πασπαρτού δικαιολογία.
Στην τουαλέτα:
- Άντε βρε μαλάκα, τι κάνεις τόσην ώρα;
- Γράφω τριλογία!
- Γιατί δεν θα βγει ο Γιάννης τελικά;
- Θα γράψει τριλογία λέει.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος αργοπορεί πολύ χωρίς λόγο, το παρομοιάζουμε με το άπλωμα του τραχανά που είναι μια ολόκληρη διαδικασία.
-Καλά της έχουμε χτυπήσει το κουδούνι εδώ και μισή ώρα! Τι στο διάολο κάνει; Τραχανά απλώνει;
Got a better definition? Add it!
Σιγά-σιγά, άραξε!
Μας μεταλαμπαδεύτηκε από την φίλη και σύμμαχο και γείτονα Οθωμανία, πρώτα μέσω τση προσφυγιάς και εν συνεχεία μέσω κολλημένων-στο-μπανιστήρ-ντουλάπ μαμάδων χρυσαυγιτώνε κι όχι μόνον.
Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά. Αντώνυμο: τσαμπούκ-τσαμπούκ (εκ του çabuk, γρήγορα). Μέλι να Φανή αν θα καθιερωθεί από την σλαγκολογιά και το καραχειροκροτηθέν Ερντογκανικό τσιτάτο καζάν-καζάν (ελληνιστί: γουίν-γουίν).
1. Γιαβάς - γιαβάς το Κτηματολόγιο
2.
♫ Γκελ γκελ Καϊξή
γιαβάς γιαβάς
Μεσ’της Πόλης τ’ακρογιάλι
μέσ’τη σιγαλιά
μεσ’του Χαρεμιού τη Λίμνη
γκέλ γκέλ Καιξή ♫
(Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης)
3. «Το ’να μου φωνάζει ‘‘γιες’’/ τ’ άλλο μου φωνάζει ‘‘για’’/ τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά», λέει ένα πασίγνωστο μετακατοχικού τραγουδάκι. Σήμερα, τα παιδάκια μας λένε «σόρι» και «θενκ γιου», αλλά και «ταμάμ» και «γιαβάς γιαβάς», καθώς η τηλεόραση παραδίδει μαθήματα τουρκικής άνευ διδασκάλου.
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό γένους θηλυκού παρότι προέρχεται από ον γένους αρσενικού.
Αρχικώς η μπακιά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την παρατεταμένη αργοπορία σε προκαθορισμένα ραντεβού, χωρίς εμφανή λόγο, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς τσίπα και φυσικά χωρίς συγνώμη.
Πλέον όμως με την πάροδο των χρόνων και την αλλαγή των εννοιών, η λέξη μπακιά ορίζει τον συνδυασμό της εφηβικής ανωριμότητας με την παντελή έλλειψη σοβαρότητας.
Η μπακιά ως λέξη πρωτοεντοπίστηκε από γλωσσολόγους ερευνητές σε περιοχές της Αττικής (Αργυρούπολη, Ηλιούπολη, Παγκράτι, Καβούρι, Πάρνηθα), αλλά πλέον η διάδοσή της είναι τόσο ραγδαία που συναντάται και στα διεθνή λεξικά (Isidor Isaak Sadger - Österreichisches Wörterbuch 2012 p.456).
- Ωπ,τι λέει φίλος; - Τι να λέει ρε ψηλέα, περιμένω τον άλλον 2 ώρες τώρα... - Σου' σκασε μπακιά ε;
- Άσε ρε, δεν θα πιστέψεις τι μπακιά έσκασε το άτομο! Τον έψαχνα στο κινητό επί 4 βδομάδες.
- Και; Τον βρήκες;
- Με πήρε χθες να πάμε βουνό σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
- Καλά δεν σου΄πε τίποτα που είχες εξαφανιστεί;
- Μου είπε πως είχε χαλάσει το πράσινο κουμπί στο κινητό του και δεν μπορούσε να απαντήσει.
- Όχι ρε φίλε!!! Τρελή μπακιά!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση προχωράει αργά. Εμπνευσμένο από τα αργά, μακρόσυρτα και ατελείωτα όπως οι ταινίες του γνωστού σκηνοθέτη.
Σκηνοθέτης αμφιβόλου αξίας.
- Είμαστε ένα μήνα με τη Μαρία και δε μου 'χει κάτσει. - Έλα ρε. Σ' το παίζει Αγγελόπουλος δηλαδή;
Η δουλειά πάει Αγγελόπουλος.
Κατά τη διάρκεια προβολής ταινίας (ο Θεός να την κάνει):
- Ίσα ρε Αγγελόπουλε!
Got a better definition? Add it!