Ναυτικός όρος που σημαίνει ελευθεροκοινωνώ.

Όταν ένα βαπόρι πιάνει σε ξένο λιμάνι, απαιτούνται ορισμένες διαδικασίες, προκειμένου να επιτραπεί στο πλήρωμα και τους τυχόν επιβάτες η πρόσβαση στη στεριά. Τις διαδικασίες αυτές εκτελεί συνήθως κάποιος τοπικός εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας, ο επονομαζόμενος «πράτιγος».

Υπάρχει και άλλη έννοια του «πρατιγάρω», που σημαίνει συνουσιάζομαι.
(Την άκουσα από το «Στεφάκια» [βλ. κώλο-μουνί], αλλά δεν ξέρω αν ήταν προϊόν δικής του λεξιπλασίας [πολύ πιθανόν] ή όρος της ναυτικής διαλέκτου χρησιμοποιούμενος ευρύτερα και με αυτήν την έννοια. Πάντως το δεύτερο παράδειγμα το έχω ακούσει να το διηγείται ο ίδιος και αναφέρεται, με μια δόση υπερβολής βέβαια, σε πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.)

-«Σαρανταδυό μέρες ταξίδι, ουρανό και θάλασσα. Μόλις το βαπόρι έπιασε λιμάνι, ίσα-ίσα που πρατιγάραμε δηλαδή,την κοπάνισε όλο το τσούρμο για τα καλά τα σπίτια. Με το ζόρι τους μάζεψε ο λοστρόμος την άλλη μέρα. Όλοι τύφλα!»

-«Εκεί στην Αλεξάντρεια να δείς ντουνιά! Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλες οι λατσιόνες* ! Τους είχανε κουβαλήσει οι Εγγλέζοι από την άκρη της γης. Κάργα σκουλαμέντο** . Άμα πήγαινα στις σαρμούτες *** για να πρατιγάρω, δυο-δυο τις έβαζα τις καπότες! Γινόταν η λουλού μου σαν το μπαλόνι*** του καϊκιού!«

  • εθνικότητες
    ** βλεννόρροια (βλ. λήμμα)
    *** πόρνες (στα Αραβικά, βλ. λήμμα)
    ****φουσκωτός κύλινδρος από ελαστικό για προστασία του σκάφους (όταν είναι αραγμένο) από επαφή με διπλανά σκάφη ή την αποβάθρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified