Εναλλακτικά και 'βαράω τσάπα'. Υπάρχουν 2 έννοιες:

1) Γενικά η οποιαδήποτε κουραστική σωματική εργασία που κρατάει πολύ.

2) Οι έντονες σεξουαλικές επαφές, συνήθως μεγάλης διάρκειας. (κυρίως για τους άντρες).

Παραδείγματα:

1) - Φαίνεσαι κομμένος. - Έχει ανέβει πολύ η δουλειά αυτη την εβδομάδα και κάθε μέρα βαράμε γκασμά, άστα.

2) - Φαίνεσαι κομμένος - Είχα να βρεθώ καιρό με τη Μαρία και χθες βράδυ βάρεσα πολλή τσάπα, δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ'τον άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published