Selected tags

Δουλειές «χωρίς πολύ άγχος που πληρώνουν καλά και σου αφήνουν ελευθερία και ευελιξία», όρος που εφευρέθηκε από την TikToker Γκαμπριέλ Τζαντζ.

Κάνει μια lazy girl job στο ίντερνετ από το σπίτι της.

Got a better definition? Add it!

Published

Η εργασία.

Άφησε τη βιόλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικά και 'βαράω τσάπα'. Υπάρχουν 2 έννοιες:

1) Γενικά η οποιαδήποτε κουραστική σωματική εργασία που κρατάει πολύ.

2) Οι έντονες σεξουαλικές επαφές, συνήθως μεγάλης διάρκειας. (κυρίως για τους άντρες).

Παραδείγματα:

1) - Φαίνεσαι κομμένος. - Έχει ανέβει πολύ η δουλειά αυτη την εβδομάδα και κάθε μέρα βαράμε γκασμά, άστα.

2) - Φαίνεσαι κομμένος - Είχα να βρεθώ καιρό με τη Μαρία και χθες βράδυ βάρεσα πολλή τσάπα, δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ'τον άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκ μεταξύ των Ελλήνων των Βρυξελλών. Περιγράφει τον/την υπάλληλο των διεθνών οργανισμών που εδρεύουν στην πόλη, κυρίως της ΕΕ αλλά και οργανισμών-δορυφόρων της. Ο όρος έχει μια δόση απαξίωσης, διότι ειρωνεύεται τον ιδρυματισμό και καριερισμό των ευρωυπαλλήλων, και μια δόση μομφής για τους αισθητά καλύτερους όρους εργασίας τους σε σχέση με άλλους κλάδους. Επίσης, υπάρχει στον όρο και ένας τόνος ειρωνείας μπροστά στην υποστήριξη (προσποιητή ή μη) των ευρωπιόλων στα πολιτικά/ιδεολογικά κάθε φορά προτάγματα της ΕΕ.

1) - Ευτέρπη, χάρηκα! Είμαι καινούργια στις Βρυξέλλες.
- Γεια σου Ευτέρπη! Ποιο είναι το DG σου;
- Τί είναι DG;
- Α δεν είναι ευρωπιόλα ε;

2) - Γιατί έχει τόσο κόσμο αυτό το μαγαζί;
- Είμαστε κοντά στο Ευρωκοινοβούλιο, είναι όλοι ευρωπιόλοι αυτοί

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος προγραμματισμού. Τυπώνω debug μήνυμα με περιεχόμενο τη λέξη "PONTS" για να επιβεβαιωθεί ότι η εκτέλεση του κώδικα περνάει από το συγκεκριμένο σημείο.

- Δεν ξέρω τι γίνεται ρε συ Λάμπη, φαίνεται να μην μπαίνει καν σε αυτή τη συνάρτηση.
- Πόντσαρες για να σιγουρευτούμε;
- Όχι.
- Ε πόντσαρε ρε γιωτά!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πρακτική της ακραίας εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους εργοδότες τους, που τείνουν να βγάζουν από την μύγα ξύγκι.

-Η Amazon δεν αφήνει τους εργαζόμενους να κανουν διάλειμμα, οπότε κατουρανε σε μπουκαλακια.

-Εντελώς μυγαξυγκing.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προϊόν της εξ αποστάσεως Ινσταγκραμικής (ή/και λοιπών Σόσιαλ Μυδίων) προσέγγισης μεσοαστής μπαλότσας με σκοπό το επιτυχές στερέωμα επικείμενου χτισίματος επερχόμενης πορνομετανάστευσης.

-Πού χάθηκε ρε παιδιά τόσες μέρες ο Μάκης? -Άσε Κώστα 2,5 τόνους τηλεμπετόν έριξε αλλά ακόμα δεν έστρωσε τα υπόγεια...

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το χαρτί που συμπληρώνουν οι προγραμματιστές για να προωθήσουν τον κώδικά τους σε παραγωγικό περιβάλλον.

- Ρε συ, ξέχασα να φτιάξω το προμοτόχαρτο και είναι ήδη Πέμπτη! Έπρεπε να το στείλουμε από Τρίτη! Πόσο φρούτζος είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ παραγωγικός και αποτελεσματικός εργάτης ή ο εργάτης που εισάγει μια καινούργια μέθοδο ("νόρμα") που εκτοξεύει την παραγωγή. Η λέξη προέρχεται από τον Αλεξέι Σταχάνοφ, σοβιετικό εργάτη ορυχείου κατά τη δεκαετία του '30, που ξεκίνησε το ομώνυμο κίνημα. Πιο συχνά ο όρος απαντάται ως σταχανοβίτης αλλά κάποιες φορές ως σταχανοφικός. Ξεκίνησε ως κουκουσλάνγκ αλλά πλέον χρησιμοποιείται ευρύτερα.

1) Δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ σαν τον σταχανοβίτη, μυρμήγκι αθόρυβο κι ακούραστο (από εδώ)
2) «Άμα λευτερωθούμε Πίδα, θα πάμε στον Πειραιά να δουλέψουμε μαζί στο εργοστάσιο, θα φκιάνουμε τραχτέρ να οργώνουν τη γης, καράβια που θα ταξιδεύουν ως την άκρη του κόσμου, αεροπλάνα, παιχνίδια για τα παιδάκια, πολυθρόνες για τους γέρους. Θα γίνουμε σταχανοφικοί. Γιατί να μη γίνουμε; Όλα δικά μας θάναι», Κώστα Μπόση, "Εμείς θα νικήσουμε", 1953, Νέα Ελλάδα
3) Χθες τρεις ώρες προσπαθούσαμε να στήσουμε το κρεβάτι μέχρι να έρθει ο σταχανοβίτης ο Κώστας να μας βάλει σε σειρά

Got a better definition? Add it!

Published

Παροιμία που συμβουλεύει να ξεχωρίζουμε την εργασία μας από το σεξ γιατί αλλιώς υπάρχουν άσχημα αποτελέσματα και δεν αξίζει να ρισκάρει κανείς τη δουλειά του για μια ερωτική κατάκτηση.

-Περιμέναμε να δούμε κι εμείς τη γραμματέα του Νίκου και να είναι κανένας μούνος τρελός και έσκασε μύτη μια μπαζόλα. Τι σκατά, τόσο πετυχημένος λογιστής δεν μπορεί να προσλάβει κάνα τούμπανο;
-Σωστός ο Νίκος. Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου. Όταν δουλεύεις πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος. Γαμάς μετά άμα είναι το βράδυ με τα λεφτά που έβγαλες.
-Δηλαδή έτσι ή αλλιώς ταπί θα μείνεις.

-Τζάκποτ δύο στα δύο. Και πήρα τη θέση του αρχισυντάκτη στην εφημερίδα και μου κάνει τα γλυκά μάτια η κόρη του εκδότη.
-Άκου να σου πω, εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου. Έτσι μουρντάρης που είσαι θα την κερατώσεις καμιά ώρα και μετά θα σε πετάξει και από τη δουλειά ο πατέρας της. Αν ζήσεις.

-Το βράδυ κάνουμε βάρδια στο στρατόπεδο με το Τζενάκι, ξέρεις αυτήν την πολύ σέξι ΕΠΟΠ που μας ήρθε.
-Φίλε εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου. Κανόνισε να σας πάρει καμιά κάμερα να χαμουρεύεστε να γίνει σκάνδαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified