Επίθετο, κυριολεκτικά σημαίνει ορθός.

Στην argot χρησιμοποιείται με οριστικό άρθρο για να δηλώσει αρτιότητα ή ποιότητα.

Χρησιμοποιείται περισσότερο στο θηλυκό και ουδέτερο γένος, συγκεκριμένα για να τονίσει την ομορφιά της γκόμενας.

Μετά από μια ώρα σιωπής και ανίας στην καφετέρια περνάει γκομενάκι, οπότε λέει ο Τάκης: «νά το το σωστό...»
και απαντά ο Μάκης: «έτσι, το σωστό...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αόριστος χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή άλλο ον.

Πάτησα ένα σκύλο σήμερα με το αμάξι. Ο ψηλός πετάχτηκε από το πουθενά.

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν παρεμβάλλουμε εν τη ρύμη του λόγου κάτι άσχετο.

Το σλάνγκισε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» με την πλούσια κυρία, που συνήθιζε να διηγείται πικάντικες ιστορίες και να παρεμβάλλει άσχετες ανθυπολεπτομέρειες (βλ. παράδειγμα).

Η ίδια που έλεγε και το για όνομα.

- Και που λες, Σούλα μου, πάνω που με είχε κεράσει το τρίτο ποτήρι σαμπάνιας, και ήμουν έτοιμη να ενδώσω, -έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα; -άσχετο!-, ναι, του λέω τότε: «Έχεις σκεφτεί...», μπλα μπλα μπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified