Selected tags

Further tags

Γεια σου γαμόφλαρε παιδαρά!

Φλάρος είναι ο φραγκόπαπας. Την λέξη «γαμόφλαρος», αυτός που γαμεί τον φλάρο, ο Έλληνας την χρησιμοποιεί σαν κλητική προσφώνηση αντί για το «παλικαρά μου, λεβέντη μου».

Στο Βυζάντιο ο κλήρος ήταν και κράτος και διοίκηση. Από το πρώτο σχίσμα επί Φωτίου και ύστερα ολόκληρη η ιστορία του Βυζαντίου κλείνεται σε μια λέξη: στο αποτροπιαστικό και δυσώδες Filioque (και του Υιού). Στα χρόνια της Άλωσης το πράγμα είχε καταντήσει εκεί, που ο εχθρός του κράτους πια δεν ήταν ο σουλτάνος, αλλά ο πάπας.

Got a better definition? Add it!

Published

Σκωπτικός χαρακτηρισμός για πολύ ψηλή γυναίκα (πάνω από 1.80)

-Πριν λίγο μπήκε η Άννα και πήγε προς το μπαρ, την είδες; -Ε πως δεν την είδα ρε; Όλους 1 κεφάλι τους ρίχνει το όρθιο χιλιόμετρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το "νέπρε-νέπε-νε" (αρσενικό) είναι στην ποντιακή διάλεκτο το "ωρέ, μωρέ, βρε, ρε" που χρησιμοποιούμε στην κοινή ελληνική.

Ενώ το "νέτση" (θηλυκό), είναι το αντίστοιχο "ωρή, μωρή, μαρή, καλέ".

Κλητικές προσφωνήσεις που χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά από τους Πόντιους ακόμα και σήμερα.

-Πρόσεχε λίγο νέτση χαζιά θα πέσεις πάνω μου !
-Δέβα γαμού κι εσύ νέπρε μ@λ@κ@...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη σύνθετη από το καυλέας+λέοντας. Φιλοφρόνηση που σκοπό έχει να αναδείξει την ρώμη, το πόσο γαμάτος και γενικά την εκτίμηση στο πρόσωπο αυτού που απευθύνεται. Ανώτερο του καυλέα/καβλέα. Βλέπε και καυλέας, καβλέας.

-Τι κάνει ρε συ ο φίλος σου ο Σάκης; -Ο Σάκης; Μεγάλος καυλέοντας! Κάθε βράδυ κι άλλο μουνί φορτώνει!

Got a better definition? Add it!

Published

Μία μεταφυσική οντότητα με σαφή κλίση στον προγραμματισμό λογισμικού. Συνηθίζει να επαναλαμβάνει τις ίδιες ερωτήσεις, όσες φορές κι αν απαντηθούν, με αποτέλεσμα να υποπίπτει πάντα στα ίδια λάθη. Έχει παρατηρηθεί πανομοιότυπη συμπεριφορά σε πολλούς νέους προγραμματιστές, οδηγώντας την επιστημονική και θρησκευτική κοινότητα στο συμπέρασμα πως πρόκειται για την ίδια οντότητα, η οποία έχει καταφέρει με κάποιον άγνωστο, μέχρι την στιγμή τούτης της συγγραφής, τρόπο να δημιουργήσει ενδεχομένως άπειρες εκφάνσεις της, πολλές φορές κατ' απαίτηση, δημιουργώντας έτσι ολόκληρους στρατούς από τζούνι-ο-ρα, έτοιμους να προγραμματίσουν κάκιστα το όποιο λογισμικό.

Άσε έχω ένα κεφάλι καζάνι από το πρωί. Είχα το τζούνι-ο-ρα να ρωτάει τα ίδια και δεν με άφησε σε ησυχία. Να πω ότι δεν του τα είχα ξαναπεί...

Δεν θα προλάβουμε με τίποτα το deadline. Μακάρι να μπορούσαμε να βρούμε γρήγορα κανά δυο τζούνι-ο-ρα να το γράψουμε όπως όπως... (2 αιτήσεις για την θέση junior εμφανίζονται άμεσα στο mailbox)

-Μαλέα μου τα 'χει σκίσει σημερα το τζούνι-ο-ρα μου...
-Γιατί ρε μαν?
-Άσε ρε, έχει ρωτήσει 7 φορές τι σημαίνει "ConfigureAwait(false)"...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ΠΝ (που θέλει υπομονή) υπόλογος σε κάποιον για κάτι (υπόλογος ασυρμάτου, υπόλογος μηχανής, υπόλογος ΗΝ/ΣΝ και άλλα πολλά) λίγο πολύ είναι οποιοσδήποτε υπαξιωματικός από κελευστή και πάνω, καθώς και οι ανθύπες. Έτσι, η λέξη χάνει λίγο πολύ το νόημά της, αφού οι μεν ναυτοδίοποι καλούν τους κελευστές υπολόγους, οι τελευταίοι τους επικελευστές και πάει λέγοντας. Τυπικά, οι ανώτεροι ανθυπασπιστές και αρχικελευστές συνήθως είναι υπόλογοι και οι επικελευστές και κελευστές βοηθοί υπολόγων, αλλά και αυτό παίζει από υπηρεσία σε υπηρεσία.

Έτσι, με το πολύ το κυρελέισιον (και ό,τι τελειώνει σε έισιον), ο υπόλογος αντικαθιστά, κατά περίπτωση, άλλες κλασικές προσφωνήσεις, όπως μαλάκας, μάγκας, κ.α. Ενίοτε λέγεται και περιπαικτικά από ανώτερο (συνήθως ανθυπασπιστή) σε κατώτερο (κελευστή, δίοπο, ναύτη).

- Άντε ρε υπόλογε, μία ώρα να σκουπίσεις έναν διαδρομάκο. Τελείωνε!

Επίσης

- Πού'σαι ρε υπόλογε να πούμε, τι κάνεις; όλα καλά;

- Καλά μωρέ, δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Το καρντάσι, ο αδερφός, ο μπρο, το σκληροπυρηνικό αλάνι που μπορείς να εμπιστεύεσαι σε κάθε μανούρα. Η ρίζα είναι ρωσική, επηρεασμένη από την τραχιά κουλτούρα της στεπας, και παραπέμπει στην σκληρότητα και τη βαρβατίλα που χαρακτηρίζει τη φιλία ανάμεσα σε δύο μπρατάνια.

-Αδερφέ, ο χταπόδης στο διπλανό τραπέζι κοιτά περίεργα τη δικιά μου.
-Ζμπούτσας, μπρατάν, αν γίνει κανένα ξαφνικό, πάμε μαζί και του φτιάχνουμε τη διακόσμηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτυγχάνω με τρομερό και επίδοξο τρόπο τον στόχο μου, σαν να κατουράω - αλλά με στύλ - και αναφωνώ την παραπάνω φράση για δώσω έμφαση στην επιτυχία μου.

Γνωρίζω κάτι πάρα πολύ καλά (κάποια τέχνη, κάποιο άθλημα κλπ) και δε χάνω την ευκαιρία να το αποδεικνύω.

Συνηθίζεται να συνοδεύεται από άλλες λέξεις όπως χρονικά επιρρήματα ως επί το πλείστον.

-Σήμερα έπαιξα διπλό την γιουβέντους, άσσο τη μονακό και Under 3.5 την ρεάλ. - Και; Βγήκε; -Ναι ρε, αφού όλο καλλιγραφίες θα φτιάχνω

Got a better definition? Add it!

Published

"Ζαφείρη" αποκαλούμε τα άτομα που είναι παλαβιάρικα. Επίσης, χρησιμοποιείται και σαν προσφώνηση όταν θες να φωνάξεις κάποιον και δεν θυμάσαι το όνομα του.

Ιστορικά: Ο Ζαφείρης ήταν υπαρκτό πρόσωπο σε μια τσόντα με ένα γιατρό και κορίτσια του βόλεϊ.

1) Εεεε Ζαφείρη χαλάρωσε λίγο! 2) Ψιτ, Ζαφείρη να σου πω...

Got a better definition? Add it!

Published

προσφώνηση για κάτι που είναι πολύ χαριτωμένο.

Αχ, τι ωραίο το σκυλάκι σας! Πιρπιλάκι μου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published