(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.
Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.
Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».
(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.
Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.
Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified