Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified