Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η οποία κατουριέται πάνω της ή/και χαρακτηρισμός για την γυναίκα/κοριτσάκι που έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ούρα, κυρίως τα δικά της.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβολή για κάποια γυναίκα που δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση με την καθαριότητα και η μυρωδιά της ή/και του σπιτιού της θυμίζει ούρα. (Παρ.1)

Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαριτωμένη προσφώνηση για κάποιο μικρό κορίτσι που δεν συγκρατεί τα ούρα του. (Παρ.2)

Μεταφορικά, η κατρουλού είναι η φοβητσιάρα. (Παρ.3)

  1. Συζήτηση στην πλατεία του χωριού: - Φίλε, πέρασα από την αυλή της Πόπης για να κόψω δρόμο και δεν φαντάζεται τι μπόχα έβγαινε... κόντεψα να ξεράσω.
    - Σοβαρά;;
    - Ναι, σαν δημόσια τουαλέτα ήταν. - Ε την βρωμιάρα, καλά κάνουν και την φωνάζουν κατρουλού.
    - Μια θειά μου έλεγε ότι κατουράει στο κρεβάτι της η σιχαμένη.

  2. Συζήτηση μεταξύ νέων γονέων: - Αγάπη μου μπορείς να πας μέσα να δεις γιατί κλαίει η μπέμπα;;
    - Αμέ, πάω τώρα.
    3-4 λεπτά μετά.
    - Ε την κατρουλού πάλι πάνω της τα έκανε..
    - Την άλλαξες τουλάχιστον;;
    - Ασφαλώς.

  3. Συζήτηση από το τηλέφωνο: - Τελικά θα έρθεις να με πάρεις από τον σταθμό;;
    - Τι έγινε, κατρουλού μου, πάλι φοβάσαι;;
    - Ξεκόλλα ρε... θα είναι μεσάνυχτα και δεν ψήνομαι να περπατάω μόνη μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.

Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.

- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;; - Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ... - Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...

Japanese rockabilly dancing  (από elias_petropoulos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχάνημα ή / και άνθρωπος που εξειδικεύεται στο να μπήγει παλούκια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το μέγεθος των παλουκιών είναι αδιάφορο. Επίσης η τοποθεσία στην οποία μπήγονται δεν είναι προσδιορισμένη.

Συζήτηση μεταξύ φίλων στο ελεύθερο κάμπινγκ.

- Κοίτα ο δικός σου πώς αγωνίζεται μες την βροχή να στήσει την σκηνή. Tρομερός παλουκομπήχτης.
- Χαχα ναι το χρυσό μου.
- Καλά θα περάσετε άμα την στήσει...
- Χαχαχα είπαμε παλουκομπήχτης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πουτανέλι (το): Χαρακτηρισμός για τη μικρόσωμη γυναίκα που είναι και πιθανότατα νέα. Βασικός χαρακτηρισμός είναι η κουτοπονηριά έκδηλη και στο ύφος της. Εμφανώς της λείπει η εμπειρία για να το παίξει κυριλέ πουτάνα. Τα προκλητικά άγουστα ρούχα είναι κυρίως αξεσουάρ. Η τσίχλα δευτερεύον.

Το λήμμα προφανές: πουτάνα.

.

- Ρε την είδες την κόρη της γειτόνισσας πως ήταν ντυμένη;; - Ναι εντελώς πουτανέλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπότζα είναι συνώνυμο της τσίμας.

Ανήκει στην ναυτική slang και χρησιμοποιείται από το πλήρωμα των ιστιοπλοϊκών σκαφών. Είναι παράγγελμα του καπετάνιου του ιστιοπλοϊκού προς το πλήρωμα κατά το οποίο τους ανακοινώνει τον επόμενο ελιγμό. Κατά τον συγκεκριμένο ελιγμό το σκάφος γυρνάει έτσι ώστε να «πιάσει» τον άνεμο από την άλλη πλευρά του πανιού. Η στροφή είναι περίπου 90 μοίρες και γίνετε κατά την πλεύση «δευτερόπρυμα». Ο λόγος ύπαρξης της είναι για να προσεγγίζεται έμμεσα κάποιος προορισμός που δεν γίνεται άμεσα λόγω των καιρικών συνθηκών.

Αντίθετό της το «τακ».

-ΕΕΕΕΕΕΕτοιμοι για μπότζα;
-εεεεεέτοιμοι!
-Τάκη εσύ;
...
-Έτοιμος!
-Πάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρισθεί το εύρος της ζημιάς που προκάλεσε κάποιος με την συμπεριφορά του, ή

  2. για να χαρακτηρίσει κάποιον που μας έπρηξε.

Είναι μια έκφραση που μάλλον όπως και να τη γράψεις δίκιο έχεις.
Διάλεξα το -ι- ως το πιο ουδέτερο ι και για να αποφύγω την σύγχυση με το τυρί>τυριρίμ.

  1. - Τι έγινε ρε χτες στην πορεία; Σας την πέσαν οι μπάτσοι; - Καλά δεν τα έμαθες;; Μας γάμησαν το ταμ τιριρίμ ... πολύ ξύλο..

  2. - Πού 'σαι ρε Μπαμπίνο, τι κάνεις;; Χτες με τον Γρηγόρη που βγήκατε τι έπαιξε;
    - Ξέρεις ρε, τα κλασικά μας γάμησε το ταμ τιριρίμ.
    - Πω πω, πολύ πρήξιμο, ε;
    - Άσ' τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τράβηξα από τα μαλλιά μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, τόσο που απέτυχε.

- Τι έγινε με τον Βασίλη; Πηδηχτήκατε;
- Μπα, δεν έκατσε η κατάσταση, το γαμήσαμε και ψόφησε.
- Μαλακία.

To origamiσα και ψόφησε (από Khan, 28/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν σαρδέλα.

Όταν είσαι κολλημένος με πολύ κόσμο και κάνει ζέστη. Ο ίδρωτας είναι απαραίτητο συστατικό που θα σε οδηγήσει να χρησιμοποιήσεις αυτήν την έκφραση, στην καλύτερη ο ατομικός σου ιδρώτας ή και αυτός που κάποιος ευγενικός συνάνθρωπος μοιράζεται μαζί σου.

Η έμπνευση είναι ασφαλώς από την κονσέρβα σαρδέλας.

Η κατάσταση αυτή δεν σου αρέσει...

  1. Ήμασταν κολλημένοι σαν σαρδέλες στο λεωφορείο.
  2. Μας είχανε ντανιάσει στην ουρά σαν σαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνουλού είναι η γυναίκα που απολαμβάνει την γεύση, την αίσθηση και τις ζαλάδες του καπνού σαν άντρας ανατολίτης.

Συνήθως είναι και ριζοσπαστικό θηλυκό, γιατί δεν ακολουθεί τα όσα προστάζουν τα στερεότυπα.

όπως λέει και το άσμα:
«Βρε καπνουλού μου όμορφη, σ' αρέσει το ντουμάνι»

Καπνουλού μου όμορφη (από Khan, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified