Νιουμπίδι ή νιουμπίδιον: ο τύπος ο οποίος είναι πρωτάρης στα PCέα και δεν νικάει ούτε με σφαίρες. Συνώνυμο του νουμπάς.

Πω, ρε μαλάκα, αυτός έχει φάει 100 defeat. Είναι τέρμα νουμπίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified