Τα κάνω μαντάρα = τα κάνω θάλασσα, σκατά, σκατά κι απόσκατα, άνω-κάτω, μαλλιά-κουβάρια. Αποτυγχάνω παταγωδώς.
Γίναμε μαντάρα = Τσακωθήκαμε, τα χαλάσαμε, γίναμε από δυο χωριά χωριάτες.
Ετυμολογία: μαντάρα < μεσαιωνικό μαδάρα = ορεινή και άγονη περιοχή < αρχαίο μαδαρός = βρεγμένος, φαλακρός, άδεντρος < μαδώ.
Ασίστ: ironick.
Πήγε να σερβίρει και τα έκανε μαντάρα στην κουζίνα.