Υπερθετικός του μαλάκα.
Απ'το λατινογενές grande που σημαίνει μέγας.
Βλέπε και λήμμα μαλέφας
- Έκαψε τον κινητήρα απ'το καινούριο το τογιότα που πήρε, επειδή δεν άλλαξε λάδια.
- Αφού στο'πα είναι γκράντε μαλάκας.- Της πέταξε ένα φορτηγό λουλούδια, μπας και γαμήσει, αλλά τίποτα.
- Από γκράντε μαλάκα, τι περίμενες...