Υπερθετικός του μαλάκα.

Απ'το λατινογενές grande που σημαίνει μέγας.

Βλέπε και λήμμα μαλέφας

  1. - Έκαψε τον κινητήρα απ'το καινούριο το τογιότα που πήρε, επειδή δεν άλλαξε λάδια.
    - Αφού στο'πα είναι γκράντε μαλάκας.

  2. - Της πέταξε ένα φορτηγό λουλούδια, μπας και γαμήσει, αλλά τίποτα.
    - Από γκράντε μαλάκα, τι περίμενες...

(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified