Το στρείδι, είναι ένα μαλάκιο που έχει τραχιά εξωτερική επιφάνεια (συνήθως γκριζωπή) και ζει μόνιμα προσκολλημένο στα βράχια του βυθού.

Μια ακόμα κλασσική σημασία του όρου, που προκύπτει από αυτήν την αναφερόμενη ιδιότητα του, αφορά κάποιον προσκολλημένο - εξαρτημένο κάπου, κάποιον πολύ ενοχλητικό. Σχετική ατάκα: Κολλάει σαν στρείδι.

Όπως φαίνεται εδώ, το κέλυφος συμβάλλει στην προστασία του. Για αυτό, όταν το στρείδι αντιληφθεί κίνδυνο, κλείνει ερμητικά το κέλυφός του για να προστατευθεί.

Αυτή του η ιδιότητα θα αξιοποιηθεί σλανγκικώς. Διακρίνουμε δυο περιπτώσεις:

  1. Μιλάμε για κάποιον που, αντιλαμβανόμενος πως κάποιος προσπαθεί να τον ψαρέψει, κλείνει ερμητικά σαν στρείδι, μη επιτρέποντας να πάρει ο άλλος τα μυστικά του. Ακόμα και στην περίπτωση που αυτός είναι από τη φύση του ομιλητικός, ξεφεύγει με μαεστρία, σαν τη μάνα της καραβίδας.

  2. Αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε οντότητα, κατάσταση, περίπτωση κλπ, στην οποία έχουν διαπιστωθεί άγνωστες πτυχές ή/και σκοτεινά σημεία της, λες κι είναι κλειστό στρείδι.

  1. - Μιλούσαμε χαλαρά για ώρα. Είχε αναπτυχθεί αρκετή οικειότητα μεταξύ μας. Τότε άρχισα να ρίχνω στα άδεια για να πιάσω γεμάτα. Αλλά... μ' αντιλήφθηκε και... έκλεισε σα στρείδι. Θόλωνε τα νερά σα σουπιά και ξεγλιστρούσε πηγαίνοντας την κουβέντα σε αδιάφορα θέματα.

  2. Τα καλύτερα μυστικά της φύσης είναι αυτά που εκείνη κρατά σα στρείδι καλά κρυμμένα στο όστρακό της...
    Δες

Στρείδι (από GATZMAN, 19/04/09)(από GATZMAN, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified