(ξέρω, υπάρχει ο ανωτέρω ορισμός, αλλά θα ήθελα να τον παραθέσω ξανά με την προέλευσή του -όπως λέμε «φέτα με προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως»).
Οι αρχαίοι Έλληνες κι αργότερα οι Ρωμαίοι, αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι των πουλιών και των μικρών ζώων διάφορα αρπακτικά όρνια, που εξημερωμένα και γυμνασμένα κατάλληλα τα έριχναν κατά πάνω στο θήραμα.
Και στα Βυζαντινά χρόνια συνηθίζονταν αυτό πολύ.
Τότε χρησιμοποιούσαν αετούς, γεράκια και ένα είδος αρπαχτικών πουλιών, που πετούσαν πραγματικά σαν αστραπές και τα έλεγαν οξυπτέρια.
Οι γυμναστές όλων αυτών των πουλιών έκαναν αυτή τη δουλειά, αφού συμβουλευόντουσαν και τα ειδικά βιβλία της εποχής που τα έλεγαν «Ιερακοσόφια» ή «Ορνεοσόφια». Οι εκπαιδευτές αυτοί ονομάζονταν «Ιερακάριοι», απ’ εδώ προέρχεται και το επίθετο Γερακάρης.
Φανταστείτε την επιδεξιότητα που είχαν οι πτερωτοί αυτοί συνεργάτες των κυνηγών. Το αφεντικό τους τα κρατούσε στον καρπό του αριστερού χεριού του και μ’ ένα κούνημα που έκανε με το δεξί τα έστελνε στον προορισμό τους.
Τα «οξυπτέρια» όμως αυτά απόκτησαν και το όνομα της παραφθοράς και κατέληξαν να τα λένε ξυπτέρια-ξεφτέρια. Αλλά «ξεφτέρι» λέμε σήμερα κάθε άνθρωπο που είναι δραστήριος και έξυπνος. Ή και με την αντίθετη σημασία: «ξεφτέρι είναι ο αφιλότιμος» (ηλίθιος).
Και που λες, πάει ο τύπος και ανοίγει το μπροστινό καπό του σκαραβαίου και προσπαθεί να βρει τη μηχανή, είναι ο μπαγάσας ξεφτέρι μοναχό...