Κατόπιν εξασκήσεως γίνομαι καλός σε μία εργασία, σε έναν χειρισμό. Λόγω εμπειρίας έχω αποκτήσει την ικανότητα να κάνω κάτι καλά και με ευκολία.

Το ρήμα μπορεί να τεθεί σε όλους τους χρόνους, πρόσωπα και αριθμούς.

Το κολάι είναι τουρκικής προέλευσης λέξη (kolay) και σημαίνει κάτι το εύκολο, το απλό.

Τώρα, πώς έχει συνδυαστεί ώστε στα Ελληνικά να σημαίνει αυτό που σημαίνει, είναι σλανγκιστικής απορίας άξιον.

- Πού να σ'τα λέω, άσχετος μεν από Linux, αλλά σιγά σιγά του παίρνω το κολάι και με βλέπω σε λίγο καιρό Linuxoμάστορα...

- Πώς τα πάει ο Νικολάκης με το λαπιτόπι που του πήρες;
- Ξεφτέρι ο μπαγάσας. Του πήρε το κολάι με την πρώτη.

- Άλα της ο Τασούλης! Ρε τί μουνάρα είναι αυτή μαζί του; Καλά πότε έγινε αυτός μπήχτης;
- Ε, από τότε που έριξε την Λίλιαν, πήρε το κολάι, ο μπαγάσας!

- Θα τα βγάλετε πέρα ρε με το βενζινάδικο;
- Έλα ρε, τώρα που πήραμε το κολάι, ποιος μας σταματάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified