Ένα από τα δεκάδες ή εκατοντάδες συνώνυμα του μπαργαλάτσου και του πέοντος, βλ. πέος. Η καραχατζημαυροπουτσακλάρα, που μοιάζει με σλανγκικούς γλωσσοδέτες του στυλ σεξοπορνοανωμαλοδιαστροφικό πουτσομουνοκαριολοκαυλομαλακομπούκωμα, χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για να δηλώσει την αδιαφορία του ομιλούντος. Με έμφαση χάρη στο μήκος του σημαίνοντος (ενδεχομένως και του σημαινομένου).
Πηγή: Ο Άλλος.
- Νίκησε ο Θρύλος στον αγώνα.
- Στην καραμαυροπουτσακλάρα μου!
- Ξέχασες ένα «χατζή» μετά το «καρά».
- Όχι, έχει λόγο που τό 'πα έτσι. Δεν είμαι και τόσο αδιάφορος. Κατά βάθος με πονάει...